Έξι η ώρα το πρωί, το μπαρ που βγήκατε με την παρέα σου έχει αδειάσει, κάτω υπάρχουν σπασμένα σφηνοπότηρα, απομεινάρια της ώρας που ήσασταν στο ζενίθ σας, καθώς ο DJ έπαιζε το τραγούδι της παρέας. Οι σερβιτόροι έχουν παρατήσει τους δίσκους κι έχουν πιάσει τις σκούπες, σημάδι ότι ήρθε η ώρα να αφήσετε το τέταρτο ποτό στη μέση και να κατευθυνθείτε προς την έξοδο. Σας πέρασε η ιδέα να ρίξετε και μια πιστόλα, αλλά το μπαρ είναι γνωστό, πώς θα ξανά πατήσετε εκεί την άλλη βδομάδα;
Αποχαιρετάτε λοιπόν τα γκαρσόνια και παίρνετε ο καθένας το δρόμο για το σπίτι του. Ώσπου ξαφνικά ακούγεται η φωνή κάποιου απ’ την παρέα που λέει επιτακτικά «Πεινάω, θέλω μπουγάτσα». Μετά αφού έχετε γεμίσει το στομάχι σας με τόσα ξύδια, χοροπηδάει σαν τρελό απ’ την πείνα καθώς περνάτε απ’ τους φούρνους που έχουν μόλις ανοίξει και μοσχοβολάει όλο το τετράγωνο.
Κοντοστέκεστε, το σκέφτεστε για λίγο, οι μισοί νυστάζουν, οι άλλοι μισοί παραπατάνε απ’ το ποτό, αλλά ποιος λέει όχι σε μία πρωινή μπουγάτσα μετά από ένα καλό μεθύσι; Τελικά η απόφαση είναι ομόφωνη, δεν πάει να είναι η ώρα εφτά, ο θεσμός της μπουγάτσας είναι ιερός.
Ο φούρνος είναι γεμάτος με ανθρώπους με κόκκινα μάτια απ’ τον ύπνο που σας κοιτάνε επικριτικά γιατί δε βρίσκεστε στα κρεβάτια σας τέτοια ώρα, αλλά κι επειδή είστε εκείνη η παρέα που στέκεται αναποφάσιστη στο ταμείο, μην μπορώντας να καταλήξει αν θα πάρει μπουγάτσα με κακάο ή χωρίς, αφήνοντας το μπούγιο από πίσω να συσσωρεύεται όλο και περισσότερο και να περιμένει. Οι φωνές σας ακούγονται σε όλο το μαγαζί, «Πιάσε ένα καλαμάκι», «Χαρτοπετσέτες να φέρεις», «Το νερό μου μην ξεχάσεις», «Ακόμη μία μπουγάτσα παρακαλώ» κι η διάθεση σας παραμένει ακμαιότατη.
Κατά τη διάρκεια του πρωινού ή και βραδινού σας, σας δίνεται η ευκαιρία να σχολιάσετε το βράδυ που προηγήθηκε. Το amore που είχατε βάλει στο μάτι όλο το βράδυ, αλλά δε σας δόθηκε η ευκαιρία να το γνωρίσετε, τα σφηνάκια που κατέφθασαν στα κορίτσια της παρέας από κάτι απελπισμένους τύπους από απέναντι και φυσικά το γεγονός ότι κάποια απ’ την παρέα μέθυσε τόσο πολύ που ανέβηκε στο μπαρ και χόρευε μαζί με τον barman . Εννοείται πως δε σας ξέφυγε το γεγονός ότι ένα απ’ τα αγόρια έφαγε άκυρο από μία σερβιτόρα και καταλήγει να είναι το αστείο της ημέρας, ή και της εβδομάδας.
Έχει ξημερώσει προ πολλού, αλλά δε θέλετε η «βραδιά» σας να τελειώσει ακόμα, έχετε πολλά αστεία να πείτε, πολλά άτομα να κράξετε απ’ το μπαρ και πολλά ρεζιλίκια να κάνετε ακόμα. Το κέφι σας δεν έχει χαθεί, το γέλιο σας ξυπνάει και τους πιο νυσταγμένους που μπαίνουν στο μαγαζί. Δίνετε παράταση στη νύχτα σας κι η μία μπουγάτσα γίνονται τρεις, και το κακάο, καφές. Τι κι αν μερικοί δουλεύουν στις δώδεκα το πρωί, μπορούν πάντα να το πάρουν σερί. Αλλά για να φύγουν; Ούτε λόγος.
Ξαφνικά όμως κάποιος το χαλάει, εμφανίζεται το πρώτο σημάδι νύστας, κάποιος χασμουριέται κι αρχίζει τα παράπονα ότι θέλει να εγκαταλείψει. Κι ο ένας έγιναν δύο κι οι δύο όλοι, εκτός από έναν που προσπαθεί να συνεφέρει την υπόλοιπη παρέα γιατί δε θέλει να γυρίσει σπίτι, άδικα όμως. Τελικά το πάρτι τελειώνει, ο ύπνος κερδίζει και τους πιο εκπαιδευμένους ξενύχτηδες.
Την επόμενη μέρα ολόκληρη η πόλη έχει μάθει για εκείνα τα «πιτσιρίκια» που έσκασαν μύτη στο φούρνο στις εφτά η ώρα το πρωί, δεν έβαλαν γλώσσα μέσα τους και τα πρόσωπά τους πρέπει να αφισοκολληθούν σε όλους τους φούρνους με την επιγραφή «Απαγορεύεται η είσοδος».
Επιμέλεια Κειμένου Δέσποινας Τάμπου: Πωλίνα Πανέρη