Ένα μήνα. Τόσο καιρό έχω να σε δω. Μη ρωτάς πώς το ξέρω. Καθώς έφτιαχνα την τσάντα μου βρήκα σε μια θήκη της ένα παλιό τσαλακωμένο εισιτήριο. Έγραφε επάνω μέρα, ώρα, προορισμό κι ημερομηνία. Και φαντάσου την έκπληξη που πήρα όταν συνειδητοποίησα πως η ημερομηνία που έγραφε το εισιτήριο ήταν η ίδια ημερομηνία που έγραφε και το ημερολόγιό μου. Προορισμός μου, εσύ. Θυμάμαι χαρακτηριστικά εκείνη την ημέρα. Είχα πάρει το λεωφορείο κι είχα έρθει να σε βρω. Δεν το είχα φανταστεί πώς θα ήταν η τελευταία φορά που θα σε έβλεπα. Αν το ήξερα θα είχαμε περάσει διαφορετικά την τελευταία μας μέρα.

Θα σε αγκάλιαζα λίγο περισσότερο και θα σε φιλούσα με πιο πολύ πάθος. Δε θα ήταν μια μέρα σαν τις άλλες. Θα ήταν διαφορετική. Γεμάτη έρωτα. Κι όμως η τελευταία μας μέρα ήταν μια συνηθισμένη. Κι όταν θα έφευγα θα σου έλεγα πόσο μου είχες λείψει, αλλά δεν το έκανα. Και τώρα ένα μήνα μετά μετανιώνω για όλα αυτά που δε σου είπα τότε, μετανιώνω που άφησα τις ώρες να περάσουν έτσι, πιστεύοντας πως θα μας δοθούν κι άλλες.

Και τώρα αυτό το πρόσωπο που λατρεύω έχει γίνει πια θολό. Δε θυμάμαι καλά το γέλιο σου ούτε τον τόνο της φωνής σου. Έχω ξεχάσει τη γεύση των φιλιών σου και πόσο ανατρίχιαζα σε κάθε σου άγγιγμα. Και τα μάτια σου, που ήταν αυτό που αγαπούσα περισσότερο πάνω σου, κοντεύω κι αυτά να τα ξεχάσω. Τι να θυμηθώ απ’ τα μάτια σου, που ‘χω να τα δω ένα μήνα, που λέει κι ο Ρίζος.

Άτιμο πράγμα η μνήμη, όποτε θέλει, θυμάται κι όποτε θέλει, ξεχνά. Κι εγώ προσπαθώ να την πιέσω να θυμηθεί. Να θυμηθεί όλα αυτά που τόσο καιρό παλεύει να ξεχάσει. Μόνο κάτι φωτογραφίες έχουν μείνει να θυμίζουν την τότε ευτυχία. Τι να το κάνεις όμως κι αυτό; Τι να σου κάνει ένα παγωμένο πρόσωπο, μπροστά στην ανάγκη της αληθινής επαφής;

Και πέρασε ο καιρός. Κι έχω ένα μήνα να σου μιλήσω. Και θα ήθελα τόσο να σου μιλήσω μα δεν ξέρω τι να σου πω. Και γέμισα το χαρτί με λέξεις, λέξεις με νόημα και λέξεις χωρίς. Λέξεις που αν τις έβαζες στην κατάλληλη σειρά έκρυβαν όλες τις αλήθειες του κόσμου. Λέξεις που στο μυαλό μου βρίσκονταν σε μια τάξη, που όμως όταν ήρθε η ώρα να στις πω αυτές δεν μπορούσαν βρουν τρόπο να ειπωθούν όπως έπρεπε.

Και τώρα, οι λέξεις, που δημιουργήθηκαν για να μπορεί το ανθρώπινο είδος να επικοινωνεί, είχαν γίνει ο χειρότερος εχθρός της επικοινωνίας μου μαζί σου. Κι όλα αυτά που δε σου είπα με έπνιγαν κι οι λέξεις είναι τόσο κοινές για να χωρέσουν μέσα τους αυτό το μοναδικό που νιώθω για σένα. Κι έτσι τις έπνιξα εγώ. Μη φανταστείς, όχι στο ποτό. Μέσα μου.

Θα περιμένω την επόμενη φορά, μην ανησυχείς. Κι αν αυτή η άλλη φορά δεν έρθει, θα υπάρχει αυτό το άρθρο. Γιατί «όταν σε ερωτευτεί κάποιος που γράφει, μένεις αθάνατος».

Ίσως όταν σε ξαναδώ το πρόσωπό σου να έχει αλλάξει, να έχεις μεγαλώσει. Ίσως να κρατάς το χέρι κάποιας άλλης, ίσως η καρδιά μου να ανήκει σε κάποιον άλλο κι όλα να έχουν αλλάξει. Ένα πράγμα θέλω να έχει μείνει ίδιο. Τα μάτια σου. Θέλω να έχουν ακόμα αυτή τη σπίθα για ζωή, αυτή τη χαρά και την καλοσύνη. Να κοιτάξω μέσα τους και να πω πως, διάολε, άξιζε.

 

Συντάκτης: Δέσποινα Τάμπου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη