Γράφει η Μίνα Ορφανού.
Δυνατή λέξη που προκαλεί δέος.
Ακόμη και αν τολμάς απλά να την σκεφτείς, πόσο μάλλον να την ξεστομίσεις.
Είναι η στιγμή που προσπαθείς να παραμυθιάσεις τον εαυτό σου, τον εσωτερικό σου ναό πως δε συμβαίνει.
Πώς το φαντάστηκες, πώς το ονειρεύτηκες ίσως το προηγούμενο βράδυ και ξύπνησες ιδρωμένος με ταχυπαλμία και αναφιλητά.
Πως είναι μια έκρηξη της στιγμής που ήρθε να σε εκτροχιάσει, να σε βγάλει από τα καλούπια που έχεις μάθει με δεμένα μάτια και κορδόνια να προχωράς.
Για πόσο όμως ν’αντέξεις να εθελοτυφλείς;
Για πόσο τα κορδόνια θα παραμένουν δεμένα; Τα μάτια κλειστά;
Όταν ο έρωτας σου χτυπάει την πόρτα, όσες παλάμες και αν κολλήσεις στ’αυτιά σου, θ’ακούς το κουδούνισμά του. Τότε θα παρασυρθείς.
Θα παρασυρθείς στην απάτη.
Σε αυτή την απάτη, όμως, έχε το νου σου και πήγαινε χορτάτος.
Γιατί θα σε κεράσει πίκρα, πόνο, θλίψη, δάκρυα στο τελείωμά του.
Δάκρυα που θα σε κάνουν να νοσταλγήσεις το αρχικό όνειρο.
Παράλληλα όμως, θα σε υπνωτίζει περισσότερο από όλα τα χάπια που μπορεί να βρεις στο φαρμακείο της γειτονιάς σου.
Θα σε μεθύσει στην ψευδαίσθηση ότι αναγεννιέσαι και ξαφνικά ο ναός σου θα γεμίσει ξανά πνοή.
Θα ξεχάσεις την περασμένη πίκρα, τον πόνο, την θλίψη και τα δάκρυα.
Θα αποφασίσεις να δεχτείς παρέα στο ναό.
Θα αγκαλιάσεις μπράτσα, θα φιλήσεις χείλη, θα μυρίσεις λαιμούς, λίγο πριν τους ονομάσεις λατρεμένους.
Ο έρωτας θα βάλει στόχο την καρδιά σου και θα ‘ναι πια πολύ αργά για να κλείσεις τις πύλες.
Κατά πάσα πιθανότητα, δε θα θέλεις κιόλας.
*Η Μίνα Ορφανού είναι ηθοποίος.