Μάθαμε κι οι δυο να ζούμε με την ανάμνηση. Εσύ, τι κάνεις; Δε σου έρχεται να ουρλιάξεις, να το διεκδικήσεις, να το ξαναζήσεις; Ζήσαμε κι οι δυο ένα θαύμα∙ δεν ήταν ψέμα, τα κορμιά μας δε λένε ψέματα. Λοιπόν, ποιο «καθωσπρέπει» μας χωρίζει; Να σου θυμίσω;
Πρώτη νύχτα μου στο παραλιακό κλαμπάκι του νησιού. Σηκώθηκες με τις δυο φίλες σου να χορέψεις κι ήρθες και χόρεψες μπροστά απ’ την ορχήστρα, μπροστά μου. Το πρώτο σου χαμόγελο ήταν εκείνο το επικριτικό, σαν να με μάλωνες, όταν σου έκλεισα το μάτι και σου ψιθύρισα δήθεν στα αστεία «σ’ αγαπώ». Μετά κοιταχτήκαμε και χαθήκαμε. Για την ακρίβεια, χάθηκαν οι άλλοι, όλοι .
Ξέρεις, το μυαλό στην αρχή αρνείται να το δεχτεί, σαν τη στιγμή που σου γλιστράει η πίσω ρόδα της μηχανής κι αρχίζει η πτώση ενώ το σώμα ετοιμάζεται να δεχτεί το σοκ της σύγκρουσης. Μετά η άρνηση: «Δεν μπορεί!» και μετά η αποδοχή: «Ναι, συμβαίνει».
Για ποιο «καθωσπρέπει» μου μιλάς; Σε θυμάμαι καρφωμένη πάνω μου, και να φωνάζεις, και να σου κλείνω το στόμα, και να μου δαγκώνεις το χέρι και μετά να το φιλάς. Πότε έγινε αυτό, γαμώτο; Α, ναι, τη δεύτερη νύχτα, που σηκώθηκες για τουαλέτα. Σε βλέπω απ’ τα παρασκήνια και σου έρχομαι.
-Πού είσαι;
-Εδώ…
Μπαίνω για φιλάκι στα γρήγορα, πώς ξαφνικά βρεθήκαμε στην παραλία πίσω απ’ το μαγαζί;
Η καρδιά να σηκώνει στροφές , όλο το κορμί να σηκώνει στροφές, συναγερμός. Να νιώθω το αίμα να καλπάζει στις φλέβες σου και το κορμί σου να καίγεται. Φεύγουν τα ρούχα, τα σλιπάκια, φεύγουμε κι εμείς.
Όταν κούμπωσαν τα κορμιά –αχ, ρε μωρό μου–, η μαγική στιγμή που σκέπτεσαι «Δεν μπορεί να συμβαίνει αυτό, τόσες φορές πριν έρωτας, αλλά ποτέ έτσι» και να το, συμβαίνει μπροστά σου, πάνω σου, μέσα σου. Έχει μυρωδιά, έχει αφή, έχει γεύση κι ήχο.
«Θα με ψάχνουν», μουρμουράς και τελειώνεις. Κράταγες την ανάσα σου ενώ το κορμί σου το δέρναν σπασμοί. Εγώ γαντζωμένος μέσα σου να σε νιώθω και να νιώθω θεός που ζω κάτι τέτοιο. Τελείωσα κι εγώ αργά, θυμάσαι; Πολύ αργά, γιατί ο χρόνος είχε σταματήσει και μύριζε θάλασσα, γιασεμί και κραγιονάκι κι εσύ να λες «Είσαι τρελός, είσαι τρελός, πάμε μέσα, θα με ψάχνουν.», σαν να φοβόσουν. Όχι το να σε βρουν μισόγυμνη με το κορμάκι σου γεμάτο άμμο και σπέρμα, αλλά γιατί φοβήθηκες το κρυμμένο αλητάκι που φανερώθηκε επιτέλους από μέσα σου μετά από χρόνια σιωπής, διψασμένο για ζωή.
Την άλλη μέρα έφυγες. Ρώτησα για σένα, έμαθα για τον άντρα σου και την οικογένειά σου, πολύ «καθωσπρέπει οικογένεια», αλλά δε θα σε ψάξω στην Αθήνα. Γι’ αυτό σου γράφω. Ξέρω ότι παλεύεις μέσα σου, όπως παλεύω κι εγώ και δε θέλω να στο κάνω πιο δύσκολο. Άλλωστε, δε θα είναι «καθωσπρέπει».
Νίκος Καλλίνης: Συνθέτης, τραγουδιστής και κιθαρίστας, γεννήθηκε στον Πειραιά και μεγάλωσε στο Πέραμα. Το 1988, μαζί με τον οργανίστα και συνθέτη Κώστα Λογοθετίδη σχημάτισαν τους «Εκείνος + Εκείνος» με συνεχή κι επιτυχημένη δισκογραφική παρουσία μέχρι και σήμερα. Όλα αυτά τα τα χρόνια, παρέα με τους συνεργάτες του, παρουσιάζει ζωντανά τα αγαπημένα του τραγούδια στα μουσικά στέκια της Ελλάδας, απολαμβάνει την περιπέτεια της πατρότητας, εξερευνά τα όριά του στα παιχνίδια της ζωής και τολμά να ονειρεύεται.