«Θα κοιμηθείς στη γιαγιά και στον παππού», «έχει μαγειρέψει η γιαγιά», «θα έρθει να σε πάρει ο παππούς». Φράσεις, τις οποίες οι περισσότεροι ακούγαμε καθημερινά ως παιδιά.

Όσοι έχουμε μεγαλώσει με τους παππούδες και τις γιαγιάδες μας ξέρουμε πολύ καλά – από πρώτο χέρι – πως  η γιαγιά και ο παππούς δεν είναι κάποιοι τυχαίοι συγγενείς, δεν είναι απλά οι γονείς των γονιών μας. Είναι οι άνθρωποι στους οποίους οφείλουμε όσα πλεονάσματα τρυφερότητας, στοργής και ανιδιοτελούς αγάπης κρύβει η ψυχούλα μας.

Είναι οι άνθρωποι που μάς δίδαξαν αθόρυβα μα αποτελεσματικά πως η ειλικρινής και υγιής αγάπη κρύβεται σε μικρές πράξεις και όχι σε μεγαλεπήβολα λόγια και ακριβά δώρα.

Η γιαγιά που σού έφτιαχνε κοτόσουπα και σού έστυβε πορτοκάλια, όταν ψηνόσουν στον πυρετό και, μόλις ανάρρωνες, κλεινόταν τρεις μέρες στην κουζίνα για να μαγειρέψει ό,τι λαχταρούσε η καρδιά σου ή εκείνη η γιαγιά που, όταν έφευγες και τη χαιρετούσες, έκλαιγε, κρυφά, χωρίς να θέλει να τη δεις, και σού έδινε αβγά και μέλι για να πάρεις μαζί σου στην πρωτεύουσα, είναι η αγάπη που όλοι χρειαζόμαστε στη ζωή μας. Η αγάπη που όλοι θα έπρεπε να έχουμε στη ζωή μας.

Κι απ’ την άλλη ο παππούς. Ο παππούς που σου πήρε το πρώτο σου ποδήλατο και σε μύησε στην ελληνική λαϊκή και ρεμπέτικη μουσική και στις μερακλήδικες γεύσεις, ο μεγαλύτερός σου θαυμαστής. Δε θα ξεχάσω ποτέ τα μάτια και τη γεμάτη περηφάνια φωνή του παππού μου στη δήλωση: «Αυτή είναι η εγγόνα μου». Ποτέ άλλοτε κανείς δε με έκανε να αισθανθώ μεγαλύτερη ασφάλεια και σιγουριά για τον εαυτό μου. Ο παππούς μου με αγαπούσε για όλα όσα ήμουν ως παιδί αλλά και για όλα όσα δεν ήμουν.

Είναι ανακουφιστικό να σ’ αγαπούν ακόμη και για όσα δεν είσαι, να σε αντιμετωπίζουν, όταν είσαι σπόρος, ως ένα εν δυνάμει λουλούδι, έτοιμο να ανθίσει, να σε πιστεύουν και εντέλει να σε εμπιστεύονται. Κι αυτοί που σε εμπιστεύονται είναι στην τελική αυτοί που σε εκπαιδεύουν. Αυτή την εκπαίδευση χρειάζονται οι άνθρωποι, μόνον έτσι η γνώση θα καρποφορήσει.

Οι άνθρωποι αυτοί που έμεναν μαζί σου, όταν οι γονείς σου έλειπαν, που σού έλεγαν ιστορίες για το πώς γνωρίστηκαν και για το πώς ήταν ο μπαμπάς ή μαμά ως παιδιά, συντέλεσαν στη δημιουργία της δικής σου ιστορίας. Στους παππούδες σου χρωστάς αυτό που είναι σήμερα οι γονείς σου και, άρα, κατ΄ επέκταση, αυτό που είσαι σήμερα εσύ.

Η συμβουλή του παππού, η ιστορία της γιαγιάς, οι φορές που σε «κακομάθαιναν», προσφέροντάς σου και δεύτερο κομμάτι γλυκό, τα ανέκδοτα, τα παιχνίδια και τα έθιμα, που τηρούσατε μαζί, δεν ήταν απλά στιγμές της παιδικής σου ηλικίας. Όλα όσα κάνατε μαζί εισχώρησαν παραμέσα στην ψυχή σου, έπλασαν και διαμόρφωσαν αυτό που ονομάζουμε προσωπικότητα: το πνεύμα, το ήθος, τον χαρακτήρα σου.

Ο παππούς και η γιαγιά σε έμαθαν πως σπίτι δεν είναι τα ντουβάρια. Σπίτι είναι η ανεμελιά, το χάδι, η αγκαλιά, ένα πιάτο καλομαγειρεμένο φαγητό, ένα τραγούδι στο τρανζίστορ, ένας τόπος να ζεσταθούν τα όμορφα μάτια της ψυχής, όταν οι πίκρες της ζωής τα γεμίζουν δάκρυα. Οι παππούδες μας μάς άνοιξαν διάπλατα την πόρτα αυτού του σπιτιού και μάς δίδαξαν πως όποιος δεν έχει το σπίτι μέσα του, δεν πρόκειται να το βρει αλλού, όσο κι αν προσπαθήσει.

Το σπίτι τους, εκεί όπου έμενες κάθε Παρασκευή βράδυ ή εκεί όπου περνούσες τα καλοκαίρια σου, ήταν το σπίτι που λαχταρά κάθε άνθρωπος: ένα λιμάνι θαλπωρής και φροντίδας. Κάθε φορά που άνοιγες την πόρτα του σπιτιού τους και έβλεπες τον παππού να σε περιμένει καθισμένος στην πολυθρόνα και τη γιαγιά να μαγειρεύει τραγουδώντας, ήξερες πως εκεί μέσα μπορείς να κάνεις ό,τι θέλεις – ακόμη και αταξίες. Κανείς δε θα σε μάλωνε. Βρισκόσουν στο σπίτι της γιαγιάς και του παππού κι αυτό ήταν αρκετό για να σε κάνει να νιώσεις ασφαλής. Ασφαλής στον κόσμο και στη ζωή σου.

Ο παππούς και η γιαγιά σε αγάπησαν – πριν έρθεις καν στον κόσμο – και δεν απαίτησαν να τους αγαπήσεις. Σου έδωσαν όση αγάπη είχαν, χωρίς να περιμένουν ανταπόκριση. Η αγάπη τους δεν ήταν εγωιστική. Δε σε αγάπησαν, γιατί τους αγάπησες. Σε αγάπησαν άνευ όρων.

Σου έμαθαν, έτσι, πως τους ανθρώπους πρέπει πρώτα να τούς αγαπήσουμε, να τους υποδείξουμε την αγάπη και το εγχειρίδιό της, και, ύστερα, να τους ζητήσουμε να αγαπήσουν. Αυτή είναι η σειρά. Πρώτα τρως και ύστερα γεύεσαι!

Οι παππούδες μας ήταν οι καλύτεροι άνθρωποι που έχουμε γνωρίσει ποτέ. Άνθρωποι γεμάτοι καλοσύνη, χωρίς στεγανά και μικρότητες. Άνθρωποι, που όταν γελούσαν, γελούσε και η ψυχή τους κι όταν έκλαιγαν, μας θύμιζαν ασαράντιστο παιδί. Άνθρωποι που μπροστά μας κατάφερναν να πετύχουν το αδύνατο: να νικήσουν τον χρόνο. Γερνούσαν φυσιολογικά κι, όμως, η ψυχή τους παρέμενε αγέραστη, ακούραστη για να μπορέσουν να έχουν εύκολη πρόσβαση στην καρδιά και στις επιθυμίες του νεαρού ανθρώπου που είχαν στην αγκαλιά τους. Προσπαθούσαν πάντα να έρθουν κοντά μας και να τούς εμπιστευτούμε την ψυχή μας. Δηλαδή να κατορθώνουν εκείνο που οι γονείς, πολύ συχνά, δυσκολεύονται να κάνουν, όχι λόγω απροθυμίας ή ανημποριάς, αλλά λόγω έλλειψης πείρας και ψυχραιμίας.

Οι παππούδες σε αγκάλιαζαν, θαρρείς, σαν να είχαν τη μεγαλύτερη αγκαλιά στον κόσμο, που τους χωρούσε όλους, όχι μόνο τα παιδιά και τα εγγόνια τους. Γιατί αυτό είναι αγάπη: να αγαπάς και πέρα από τους δεσμούς αίματος. Γιατί αν αγαπάς μόνο το δικό σου το παιδί και αδιαφορείς για τα υπόλοιπα παιδιά στον κόσμο, τι νόημα έχει;

Έτσι, ήταν (και είναι) και οι δικοί μου οι παππούδες: γεμάτοι κέφι και ζωντάνια, (συν)αισθήματα, στοργή και ανθρωπιά.

Η παρουσία τους στη ζωή μου είναι το μεγαλύτερο δώρο που μου έχει κάνει ποτέ κανείς.

Για κοίτα να δεις, τι απλή που είναι η ευτυχία τελικά. Ούτε λεφτά ούτε ταξίδια. Οι παππούδες, τα εγγόνια και αναμεσίς η ευτυχία.

Να τους αγαπάτε τους παππούδες και τις γιαγιάδες σας, όσοι τους έχετε ακόμα, και να τους μνημονεύετε, όσοι τους χάσατε, γιατί οι παππούδες μας είναι οι ρίζες μας, που αποτελούν για ‘μας γονιμοποιό σπέρμα. Με την ευχή να βλαστήσουν στα χέρια σας οι σπόροι των λουλουδιών που σάς έριξαν και ευγνώμονες να πορεύεστε.

*Στους παππούδες μου.

 

Συντάκτης: Στέλλα Μπακάλη
Επιμέλεια κειμένου: Αγγελική Θεοχαρίδη