“Αργά τελειώνει ο Αύγουστος – φεύγει το καλοκαίρι, μα η ψυχή μου δίψασε σε τούτα εδώ τα μέρη”
Οι παραπάνω στίχοι ανήκουν στην «Καρδερίνα», ένα τραγούδι του Ορφέα Περίδη- που μία μέρα άκουσα -τυχαία- στο ραδιόφωνο. Δεν ξέρω γιατί, αλλά ακούγοντας αυτούς τους στίχους, αναπόλησα. Θυμήθηκα τα καλοκαίρια στο χωριό μου, τότε που αν δεν έκλεινα δύο μήνες συνεχούς παρουσίας, αρνούμουν να γυρίσω στην Αθήνα. Κι, όχι, μόνο εγώ, δηλαδή. Όλοι μας. Όλη η παρέα.
Κι όποιος είναι από χωριό, ξέρει τι θα πει παρέα. Ξέρει ότι η παρέα αυτή στηρίζεται σε άλλα θεμέλια από εκείνα της αστικής παρέας. Είναι παράξενο να το εξηγήσεις κι ακόμη πιο δύσκολο να το καταλάβεις, αν δεν το έχεις βιώσει.
Οι φίλοι μας από το χωριό -φίλοι που κάναμε όταν ήμασταν 5 χρονών- μιλούν αλλιώς στην καρδιά μας. Ίσως να μην είναι εκείνοι οι φίλοι με τους οποίους ταιριάζουν τα γούστα και τα ενδιαφέροντά μας απόλυτα, όπως συμβαίνει -συνήθως- με τους φίλους που κάνουμε, αργότερα, στην ενήλικη ζωή, αλλά είναι αυτοί που μάς έχουν και τους έχουμε δει και ζήσει από το μηδέν, από τα γεννοφάσκια. Είναι οι φίλοι που μπορεί να μη μοιραζόμασταν ως παιδιά ούτε ως ενήλικες κοινή καθημερινότητα, να χανόμασταν (και να χανόμαστε) τους χειμώνες, μα όταν τους συναντούσαμε, ακόμη κι έναν χρόνο μετά, δε θα είχε αλλάξει τίποτα. Δε θα υπήρχε αυτή η αμηχανία της πρώτης συνάντησης μετά από καιρό, ούτε η αίσθηση της απόστασης μεταξύ μας. Όλα συνέχιζαν, σχεδόν μαγικά, από εκεί που τα είχαμε αφήσει. Σαν κάποιος να είχε πατήσει pause και ξαφνικά, μόλις ξεπρόβαλλε ο φίλος στην πλατεία, να πατιόταν το play.
Αυτό εμένα με μάγευε ήδη από παιδάκι. Και, κάπως, αδικαιολόγητα, συνεχίζει να μαγεύει ακόμη περισσότερο όσο μεγαλώνω. Όσοι συνεχίζουμε να περνάμε τα καλοκαίρια μας στο χωριό, συνειδητοποιούμε κάπου μεταξύ της καλοκαιρινής ραστώνης και της μπίρας, που ρέει άφθονη, πως στο τραπέζι, δίπλα από τον πλάτανο της στρογγυλής πλατείας του χωριού, καθόμαστε με τους ίδιους ανθρώπους που κάποτε ανακαλύπταμε μαζί τη ζωή. Κι αυτό έχει μία γοητεία.
Είμαστε μαζί και συζητάμε με τους ίδιους ανθρώπους που κάποτε μαθαίναμε δειλά δειλά να ισορροπούμε σε ποδήλατο χωρίς βοηθητικές, με εκείνους που βράδια ατελείωτα ανακαλύπταμε κάθε δρόμο και δρομάκι του χωριού -χωρίς φακό, απαράβατος κανόνας του παιχνιδιού γαρ- παίζοντας κρυφτοκυνηγητό. Τι παιχνίδι κι αυτό! Χάναμε ο καθένας από δύο κιλά κάθε βράδυ με το τρέξιμο που κάναμε. Ξεσηκώναμε όλο το χωριό κι όμως, οι άνθρωποι στην πλατεία που τρωγόπιναν στα ίδια τραπέζια, που καθόμαστε εμείς τώρα, αν και τρελαίνονταν απ’ τις φωνές μας -ναι, ήταν πολύ έντονες- δε μάς έλεγαν ποτέ τίποτα. Γιατί κατά βάθος τούς άρεσε. Έβλεπαν το χωριό να αποκτά και πάλι ζωή.
Μετά το κρυφτοκυνηγητό κι αφού είχε περάσει για τα καλά η ώρα και οι παππούδες στα γύρω σπίτια έπεφταν για ύπνο, σειρά είχαν τα μήλα. Όποιο παιδί δεν έχει παίξει μήλα, δεν έχει υπάρξει ποτέ παιδί. Τα μήλα είχαν κι έχουν διαχρονική αξία. Είναι παιχνίδι θεσμός. Μαζευόμασταν εκεί λοιπόν και με συνοπτικές διαδικασίες αποφασίζαμε ποιος θα βγει έξω και ποιος μέσα. Το παιχνίδι ξεκινούσε και διαρκούσε μέχρι να μάς μαζέψουν οι γονείς μας στο σπίτι, για να πλύνουμε τα πόδια μας στο λάστιχο και να πέσουμε ξεροί για ύπνο. Ξημέρωνε η επόμενη μέρα με το ίδιο σταθερό ανά τα χρόνια πρόγραμμα. Ξανά απ’ την αρχή. Το ίδιο πράγμα για δύο μήνες.
Κι όσο μεγαλώναμε και μπαίναμε στην εφηβεία, εμείς, κάθε καλοκαίρι, πιστοί στο ραντεβού μας, συνεχίζαμε να τηρούμε το πρόγραμμα μάς ευλαβικά. Δεν αλλάζαμε τίποτα: ούτε τα πρωινά επιτραπέζια, ούτε τη μεσημεριανή σιέστα, αραχτοί στις πλαστικές καρέκλες του καφενείου, ούτε τα ποδήλατα ούτε τα βραδινά παιχνίδια. Μόνο προσθέταμε στο πρόγραμμα κι αναμετριόμασταν με τις δυνάμεις μας.
Ακόμη και τώρα, στην ενήλικη ζωή, με τις σπουδές και τις δουλειές μας να μη μάς αφήνουν στιγμή για ανάπαυση, δεν έχουμε αλλάξει ούτε εμείς ούτε το πρόγραμμά μας. Οι ίδιοι άνθρωποι το ίδιο πρόγραμμα. Μόνο πιο εμπλουτισμένο: Με συζητήσεις άλλου περιεχομένου (φοιτητές γαρ), επιτραπέζια άλλης ηλικίας (έχει πάει το Παλέρμο σύννεφο), με βόλτες σε άλλα μέρη και με λίγο ( ; ) αλκοόλ.
Είμαστε η ίδια παρέα σχεδόν 20 χρόνια τώρα που ξέρουμε ο ένας τον άλλον τόσο καλά – τόσο που δε μάς ξέρει κανένας άλλος. Κι ας χανόμαστε για μήνες. Κι ας έχουμε γνωρίσει άλλους φίλους που έχουμε περισσότερα κοινά ενδιαφέροντα και τους βλέπουμε πιο συχνά. Αν κάτι χαρακτηρίζει τη μεταξύ μας σχέση είναι η συντροφικότητα (στους μικρούς τόπους είναι βασικό χαρακτηριστικό) και η παιδικότητα, το αίσθημα του ανήκειν, η αγνή αγάπη, η ομορφιά της ψυχής, η όρεξη για ζωή.
Ας ευχαριστήσουμε αυτούς μας τους παιδικούς φίλους κι ας ευχηθούμε να μένει πάντα λίγος χρόνος για μια μπίρα κι ένα σουβλάκι στην πλατεία του χωριού. Να έρθει να μας γαληνεύσει για λίγο από τη χαώδη και φρενήρη ζωή της Αθήνας.