Πολλοί, σήμερα, πιστεύουν πως οι δικηγόροι ασχολούνται μόνο με τα δικόγραφα και την υπεράσπιση των κατηγορουμένων. Μαθαίνουν τους νόμους, διαβάζουν το Σύνταγμα και αποκτούν γνώσεις, σχετικές με τη δικηγορία.
Οι γνώσεις, όμως, των νομικών δεν είναι θεωρητικές και δεν περιορίζονται μόνο στην αίθουσα ενός δικαστηρίου. Οι γνώσεις που αποκτά ένας δικηγόρος -ήδη από τα φοιτητικά έδρανα- έχουν σπουδαία αξία, όχι γιατί είναι δύσκολο να τις κατακτήσεις, αλλά γιατί αποτελούν μαθήματα ζωής και κοινωνικής συμπεριφοράς. Οι νομικές γνώσεις δεν περιορίζονται και δεν αφορούν μόνο στο αν θα περάσεις το κατώφλι του σωφρονιστικού ιδρύματος (aka φυλaκής) ή αν θα πληρώσεις την αποζημίωση που αξιώνει από εσένα ο αντίδικός σου. Οι νομικές γνώσεις σε βοηθούν να πάρεις τη ζωή στα χέρια σου, να αφυπνιστείς και να αφυπνίσεις, να συνυπάρξεις με τους ανθρώπους γύρω σου, να απαντήσεις σε κρίσιμα ερωτήματα.
Καθημερινά γίνεται λόγος για το δικαίωμα έκφρασης. Καθένας, όπως ορίζει και το Σύνταγμα, είναι ελεύθερος, δηλαδή νομιμοποιείται προς τούτο, να εκφράζει και να διαδίδει προφορικά και γραπτά τους στοχασμούς του. Και μολονότι δεν είθισται να γνωρίζουμε τα δικαιώματά μας, το δικαίωμά μας να λέμε την άποψή μας είναι από τα πρώτα που μαθαίνουμε και ασκούμε.
Σήμερα, την εποχή της 4ης βιομηχανικής επανάστασης, όλοι έχουμε μία άποψη και, μάλιστα, δε χάνουμε ευκαιρία να την εκφράσουμε. Αναρτήσεις στο facebook, stories στο Instagram, reels στο tik – tok μάς βομβαρδίζουν καθημερινά με τις απόψεις και τα σχόλια ανθρώπων για τους πολιτικούς, τους καλλιτέχνες, τους επιστήμονες, τους εμπόρους, ακόμη και για τους ανθρώπους της διπλανής πόρτας.
Η άποψη που έχει και εκφέρει κάθε κοινωνός, ενώ θα μπορούσε να αποτελέσει γονιμοποιό σπέρμa για την καλλιέργεια μίας πλουραλιστικής κοινωνίας ιδεών, επιτελεί την ακριβώς αντίθετη λειτουργία: αποπροσανατολίζει, πολώνει, διχάζει. Κι αυτό, διότι οι εκφραστές μία άποψης ή μίας γνώμης δεν εκφράζονται μέσα στα τεθειμένα όρια της λογικής. Εξωτερικεύουν την άποψή τους, ενίοτε την αποψάρα τους, χωρίς να λαμβάνουν υπόψιν την προσωπικότητα και την τιμή των ανθρώπων που σχολιάζουν.
Κριτικάρεις, αποδοκιμάζεις, στηλιτεύεις, κοροϊδεύεις χωρίς όρια, χωρίς φραγμό, γιατί: «αυτή είναι η άποψή σου, κι άμα μας αρέσει…». Όμως, το δικαίωμά μας να εκφέρουμε την άποψή μας επί παντός επιστητού, όπως κάνουμε άλλωστε, δοθείσας πάσης ευκαιρίας, δεν είναι απόλυτο. Γνωρίζει κάποια όρια. Δεν είναι ορθό καθείς να εξωτερικεύει αλόγιστα απόψεις και σχόλια που ενδέχεται να προσβάλλουν, να πληγώνουν, να θίγουν ορισμένους ανθρώπους. Και, ναι, σε μία δημοκρατική κοινωνία είναι επιβεβλημένη η ανοχή απόψεων ενοχλητικών και ιδεών που χλευάζουν ή προσβάλλουν, όμως στη νομική αυτό που μαθαίνουμε είναι να μην είμαστε απόλυτοι, να ζυγιάζουμε τις καταστάσεις και τα δικαιώματά μας.
Το δικαίωμά σου να «λες την άποψή σου ανοιχτά, γιατί είσαι ντόμπρος άνθρωπος και ειλικρινής» δε συνεπάγεται εξ αυτού την υποχρέωση ενός άλλου ανθρώπου να ανεχτεί τις ύβρεις, τις προσβολές και την απαξίωσή σου. Όταν πλήττεται υπέρμετρα η αξία ενός άλλου ανθρώπου, δηλαδή η τιμή και η υπόληψή του, η υπόστασή του σε αυτόν τον κόσμο, η ζυγαριά γέρνει και το δικαίωμά σου να εκφράζεσαι περιορίζεται. Επομένως, την επόμενη φορά που θα νιώσεις την επιθυμία να σχολιάσεις ή να κρίνεις σκληρά έναν άλλον άνθρωπο, θυμήσου πως η ελευθερία σου σταματά εκεί όπου αρχίζει να θίγεται η ελευθερία ενός άλλου ανθρώπου.
Μαθαίνουμε, επίσης, πως ταυτόχρονα με την ελευθερία έκφρασης συνυπάρχει η υποχρέωσή μας να αναλαμβάνουμε τις ευθύνες του λόγου και των πράξεων μας. Βασική αρχή της έννομής μας τάξης είναι η τεκμαιρόμενη ευθύνη ενός ανθρώπου λόγω πταίσματός του. Με απλά λόγια, οι άνθρωποι ευθυνόμαστε για τις πράξεις μας. Δεν αρκεί να αναζητούμε ευθύνες μόνον από τους άλλους, θα πρέπει, ταυτόχρονα, να αναρωτιόμαστε και για τις δικές μας. Δεν αρκεί, όπως έλεγε και ο Πλωρίτης, να ρίχνουμε τον λίθο του αναθέματος, είναι ανάγκη να δούμε αν πρέπουν και σε μας μερικοί λίθοι. Στη γλώσσα των νομικών, τούτο είναι γνωστό ως συντρέχον πταίσμα.
Κι όταν αναζητούμε την ευθύνη μας και την εντοπίζουμε, καλό θα ήταν να την αναλαμβάνουμε. Η ανάληψη των ευθυνών μας, πέρα και πάνω από κάθε νομική σημασία, έχει στη ζωή μας και μία σημασία σχεδόν γοητευτική. Όταν αναλαμβάνεις την ευθύνη της πράξης σου, ουσιαστικά αναγνωρίζεις το λάθος σου, το παραδέχεσαι και υπόσχεσαι πως δε θα το ξανακάνεις. Οι ευθυνόφοβοι κρύβονται, μεμψιμοιρούν και φοβούνται να παραδεχτούν το λάθος τους. Όμως, με την ανάληψη ευθύνης, το λάθος πολύ εύκολα με έναν απλό αναγραμματισμό, γίνεται άθλος.
Στα χρόνια των σπουδών μας μαθαίνουμε και κάτι ακόμη: Η σιωπή δεν αποτελεί δήλωση βουλήσεως. Δηλαδή, με τη σιωπή, την απραξία, δεν εξωτερικεύουμε την επιθυμία μας να πραγματώσουμε ένα συγκεκριμένο αποτέλεσμα. Η παραπάνω παραδοχή, μολονότι έχει σπουδαία πρακτική εφαρμογή στο νομικό κόσμο, αποτελεί έσχατο γνώμονα και μέτρο και στις διαπροσωπικές μας σχέσεις. Οι άνθρωποι πολλές φορές επιλέγουμε να μην επικοινωνήσουμε το πρόβλημά μας, να σωπάσουμε, με την ελπίδα πως θα δοθεί λύση.
Αρνούμαστε να πούμε στους φίλους μας πως μας ενόχλησε η συμπεριφορά τους, δειλιάζουμε να ζητήσουμε εκείνη την αύξηση, φοβόμαστε να επέμβουμε όταν αδικείται ένας συνάνθρωπός μας. Σωπαίνουμε και πιστεύουμε πως με τον έναν ή τον άλλον τρόπο οι φίλοι μας θα καταλάβουν, θα μας δοθεί η αύξηση, ο αδικημένος θα δικαιωθεί. Είναι, όμως, πνιγηρό να ζούμε σε έναν κόσμο που όλοι βλέπουν και σιωπούν. Ο κόσμος ουδέποτε πήγε μπροστά με τη σιωπή και την απάθεια. Κανένα πρόβλημα δε λύθηκε από μόνο του. Χρειάζεται να αντιδράσουμε, να απαντήσουμε, να ανοίξουμε εκείνη την δύσκολη συζήτηση, να σπάσουμε τα αβγά.
Το μεγαλύτερο μάθημα, όμως, που παίρνει κανείς από τη νομική επιστήμη και χρησιμοποιεί ως κέντρισμα στη ζωή του συνίσταται στην ύπαρξη της δικαιοσύνης. Πολλοί, σήμερα, πιστεύουν πως η έννοια της δικαιοσύνης είναι ένα παραμύθι, μια ψευδαίσθηση, παγίδα, φούμαρο για δικηγόρους και ιδεαλιστές. Όμως, η δικαιοσύνη βρίσκεται δίπλα μας. Υπάρχει, δεν είναι απλώς κοινωνική επιταγή. Υπάρχει, όπως ακριβώς υπάρχουν και οι αριθμοί. Αρκεί να την αναγνωρίσεις.