Οι άνθρωποι συχνά μπερδευόμαστε και πέφτουμε σε (ψευτό)διλήμματα.

Πάμε στις κηδείες κι αναρωτιόμαστε τι να πούμε. Μπαίνουμε στο δωμάτιο του νοσοκομείου και σκεφτόμαστε πώς να παρηγορήσουμε τον άρρωστο. Βλέπουμε τον άλλον πεσμένο κάτω, ραγισμένο, να μουσκεύει με δάκρυα τον απολεσθέντα κήπο και προσπαθούμε να αλλάξουμε συζήτηση και να αστειευτούμε, γιατί δεν ξέρουμε πώς να σταθούμε σε έναν άνθρωπο που κλαίει εμπρός μας. Μάς είναι δύσκολο να αντέξουμε πρώτα- πρώτα την ιδέα του πόνου, πόσω μάλλον τον ίδιο τον πόνο.

Φοβόμαστε να μιλήσουμε για τον θάνατο ή την αρρώστια. Νιώθουμε πως αν τα παρασιωπήσουμε ή αν, τη στιγμή που συμβαίνουν, τα αγνοήσουμε, θα ξορκίσουμε το κακό και η ζωή θα συνεχίσει ακούραστη να εκτυλίσσεται. Έτσι, με αυτή την υπόγεια σκέψη, θεωρούμε σωστό και πρέπον τη στιγμή που κάποιοι θάβουν τους νεκρούς τους, να πάμε να τούς σκουντήξουμε στον ώμο και να ξεκινήσουμε να λέμε ιστορίες που ζήσαμε με τον αποθανόντα και ξεφουρνίζουμε διάφορες κλισέ ατάκες του τύπου: «Ζωή σε εσάς», «Να ζήσετε να τον θυμάστε» και με αυτόν τον τρόπο βγάζουμε την όποια υποχρέωση και συνάμα αποδεικνυόμεθα τρομερά ακατάλληλοι για τους ανθρώπους που τώρα κλαίνε τους νεκρούς τους.

Συναντιόμαστε με τους άρρωστους φίλους ή συγγενείς μας κι αντί να τα χάσουν εκείνοι, που καλούνται να ανέβουν τον μεγαλύτερο Γολγοθά της ζωής τους, τα χάνουμε εμείς. Δεν ξέρουμε τι να πούμε και πώς να συμπαρασταθούμε. Και καταλήγουμε να λέμε χαζομάρες για τον καιρό και το νέο τραγούδι της Βίσση, για να μη μιλήσουμε για τα μαλλιά που πέφτουν και τις δυνάμεις που εξαντλούνται, κι επικοινωνήσουμε με αυτόν τον τρόπο τον οίκτο μας.

Όμως, διάολε, γιατί πιστεύεις πως πρέπει ντε και καλά κάτι να πεις σε αυτή την τόσο δύσκολη στιγμή του ανθρώπου, που έχεις απέναντί σου; Γιατί να πρέπει να δώσεις εγγυήσεις θετικής έκβασης των πραγμάτων διαβεβαιώνοντας τον περίγυρο πως «όλα θα πάνε καλά» και λέγοντας πως «εγώ θα είμαι εδώ, αν θέλεις να μιλήσεις»; Αφήνεις πίσω σου αυτές τις κουβέντες κι αισθάνεσαι (καλόπιστα) πως προσφέρεις έναν ώμο, που θα απαλύνει τα δάκρυα, και την επιλογή -θα έλεγε κάποιος αλλά εγώ θα πω την πρωτοβουλία- να σού μιλήσει όταν το ‘χει ανάγκη. Όμως, όταν ένας άνθρωπος πονάει δεν έχει κουράγιο για πρωτοβουλίες.

Δε χρειάζεται να αφήνουμε πίσω μας υποσχετικές ανάρρωσης. Δε χρειάζεται να πούμε: «Θα γιάνεις. Θα πάρει λίγο χρόνο, αλλά θα γιάνεις». Δε χρειάζεται να πούμε τίποτε. Χρειάζεται μόνο να σωπάσουμε και να δώσουμε χώρο και χρόνο στη συνθήκη. Μην τη φοβάστε τη σιωπή. Ίσως είναι το ισχυρότερο όπλο που έχει ο άνθρωπος στη φαρέτρα του. Γιατί με τη σιωπή τα λέμε όλα και ας μη λέμε τίποτα. Δε χρειάζεται πάντα να φωνάζουμε ή έστω να μιλάμε. Ξέρετε, καμιά φορά ο θόρυβος είναι λιγάκι ενοχλητικός.

Σηκωνόμαστε από τον καναπέ μας και πάμε στους φίλους μας, όταν περνούν δύσκολα, όχι για να τους συμπαρασταθούμε. Με τη συμπόνια και την απλή συμπαράσταση δε βγήκε ποτέ κανείς από την κόλαση. Πάμε για να δηλώσουμε παρουσία. Βοηθά (και μάλιστα πολύ) απλά και μόνο η παρουσία σου. Σημαίνει ότι σκέφτηκες πως αυτός ο άνθρωπος είχε ανάγκη εκείνη τη στιγμή. Ανάγκη, όχι από βαβούρα ή φρούδες ελπίδες. Ανάγκη από συνύπαρξη. Θέλει έναν άνθρωπο να στέκεται απέναντί του και να μην του λέει τίποτα. Ο ίδιος ξέρει, αν τα πράγματα θα παν καλά, αν μπορεί να φανεί δυνατός, αν έχει νόημα η συμπεριφορά του. Δε χρειάζεται να τού το υπενθυμίζεις. Δεν έχει ανάγκη κανείς απ’ τα λόγια. Ποτέ και σε καμία συνθήκη στη ζωή του. Ακόμη και στις χαρές μας δεν έχουμε ανάγκη να μάς πουν «μπράβο!».

Εκείνο που πάντα και διαχρονικά έχουμε ανάγκη είναι να καταλάβουν το συναίσθημά μας και να μην το κρίνουν. «Σε νιώθω, καταλαβαίνω πώς νιώθεις και το σέβομαι, γιατί είναι απόλυτα φυσιολογικό να νιώθεις, όπως νιώθεις. Και γι΄αυτό δε θα πω τίποτα που μπορεί να μειώσει, να υποβιβάσει ή να κρίνει το συναίσθημά σου. Θα μείνω, εδώ, δίπλα σου, και θα προσπαθήσω να αφουγκραστώ τα συναισθήματά σου. Δε θα μιλήσω, γιατί αυτή η στιγμή είναι δική σου. Σού ανήκει. Δε χρειάζεται να ακουστώ (πάλι) εγώ. Θα καταπιώ τον εγωισμό μου, αυτό το δυσθεράπευτο ανθρώπινο πάθος, και θα σε κάνω μέσα στον πόνο (ή και τη χαρά σου) να νιώσεις πως δεν είσαι μόνος σου. Έχεις ένα φιλαράκι που μοιράζεται μαζί σου τα ίδια συναισθήματα». Αυτό είναι το μήνυμα που περνάει η σιωπή. Η παρατεταμένη σιωπή.

Έχετε βρεθεί ποτέ με έναν άνθρωπο δίπλα δίπλα και να μην έχετε ανταλλάξει μισή κουβέντα, αλλά παρ’ όλα αυτά να έχετε πει τα πάντα; Το μοίρασμα έχει ανάγκη ο άνθρωπος, παιδιά. Όχι τα λόγια. Η σιωπή είναι η σπουδαιότερη δήλωση βουλήσεως του ανθρώπινου γένους. Κι ας μην το δέχονται οι νομικοί. Το δέχεται η ψυχούλα μας. Η σιωπή είναι παυσίπονο. Ίσως το ισχυρότερο. Μην τη φοβάστε. Μη φοβάστε να παραμείνετε σιωπηλοί. Σημασία έχει να παραμείνετε και να μην το βάλετε στα πόδια. Μικρή σημασία έχει το αν θα βρείτε κάτι να πείτε. Κι από το να πείτε βλακεία, προτιμότερο να μην πείτε τίποτα. Σωπάστε!

Συντάκτης: Στέλλα Μπακάλη