Στην καθημερινότητά μας ακούμε να λένε πως δεν ταιριάζουν όλοι οι άνθρωποι και πως δε γίνεται να είμαστε όλοι συμπαθείς σε όλους. Σωστά. Όμως, από αυτή την παραδοχή γεννώνται ποικίλα ερωτήματα φιλοσοφικής, θα υποστήριζε κάποιος, χροιάς. Πότε στ’ αλήθεια αντιπαθούμε έναν άνθρωπο; Και τι σημαίνει στην πραγματικότητα αυτή η αντιπάθεια; Είναι απλά η μη συμπάθεια, ή είναι κάτι βαθύτερο;
Όπως ορίζεται στα περισσότερα λεξικά της νέας ελληνικής, η αντιπάθεια είναι η έλλειψη συμπάθειας και συγκεκριμένα ένα συναίσθημα, που εκδηλώνεται με αποστροφή και απέχθεια, χωρίς, ωστόσο, να ενέχει εχθρική συμπεριφορά. Εκείνο, που μένει, όμως, είναι να μάθουμε πότε και για ποιους λόγους καλλιεργείται σε έναν άνθρωπο το συναίσθημα αυτό. Δηλαδή, ποιος είναι ο σημαίνων εκείνος παράγοντας που καθορίζει αν θα συμπαθήσουμε ή θα αντιπαθήσουμε τον άνθρωπο τον οποίο συναναστρεφόμαστε.
Η αντιπάθεια προς έναν άνθρωπο μπορεί να εκδηλωθεί για διάφορους λόγους, οι οποίοι δεν είναι κοινοί για όλους. Κάθε άνθρωπος συμπαθεί και αντιπαθεί διαφορετικούς ανθρώπους και γι’ αυτό είναι αρκετά σύνηθες, μολονότι εσύ αντιπαθείς φρικτά έναν άνθρωπο, ένας άλλος να τον συμπαθεί- ακόμη και να τον αγαπά. Επομένως, η αντιπάθεια και τα συναισθήματα που ριζώνουν όταν αυτή καλλιεργείται μέσα μας, είναι ζήτημα προσωπικό κι υποκειμενικό. Γιατί στην πραγματικότητα δεν έχει να κάνει με τον άνθρωπο που αντιπαθούμε, αλλά με τον ίδιο μας τον εαυτό. Μάς ξενίζουν, όχι οι άνθρωποι, αλλά οι συμπεριφορές που τους χαρακτηρίζουν.
Αντιπαθούμε έναν άνθρωπο, διότι συμπεριφέρεται με τρόπο εκ διαμέτρου αντίθετο από εκείνον, τον οποίο εμείς θεωρούμε δόκιμο κι επιβεβλημένο ή επειδή με τη συμπεριφορά αυτού του, τόσο αντιπαθητικού, ανθρώπου ξυπνούν μέσα μας μνήμες από προσωπικά μας βιώματα. Πάμε, όμως, να δούμε αναλυτικά μερικούς από τους λόγους, για τους οποίους ενδέχεται ένας φίλος, συγγενής, συνάδελφος ή συνεργάτης να μπει στη λίστα με τους αντιπαθητικούς ανθρώπους.
Την πρώτη θέση στο βάθρο καταλαμβάνουν οι συμπεριφορές ή τα χαρακτηριστικά εκείνα που αγγίζουν τα όριά μας κι εκδηλώνονται με τρόπο ορμητικό και διάθεση μειωτική και απαξιωτική. Άνθρωποι αγενείς κι αλαζόνες, που αρνούνται να επιδείξουν τον δέοντα σεβασμό ή έστω στοιχειώδη ευγένεια και αρκούνται στην απόδοση μομφών, που ενέχουν δηκτικότητα και χλευασμό, σίγουρα -πολύ εύκολα- θα καταστούν αντιπαθείς. Τους ανθρώπους αυτούς δεν τους συμπαθούμε, γιατί μάς κάνουν να νιώθουμε λίγοι, δεύτεροι, κατώτεροι.
Ένας ακόμη λόγος, που συνηγορεί, ώστε να νιώσουμε αισθήματα αντιπάθειας για έναν ή και περισσότερους ανθρώπους είναι οι τελευταίοι να διακατέχονται από απόψεις, ιδέες, ιδεολογίες, πεποιθήσεις, οι οποίες αντιφάσκουν με τις δικές μας. Επειδή, όμως, ζούμε σε μια πλουραλιστική κοινωνία, όπου επιβάλλεται -ορθά- η ανεκτικότητα διαφορετικών απόψεων, με το παραπάνω δε νοείται πως αντιπαθούμε ή πως θα έπρεπε να αντιπαθούμε όλους όσοι πιστεύουν διαφορετικά πράγματα από εμάς. Αντιπαθούμε τους ανθρώπους -όχι πάντοτε συνειδητά- που προσπαθούν άλλοτε άμεσα κι άλλοτε έμμεσα να μάς επιβάλλουν τις δικές τους απόψεις ή εκείνους που αρνούνται να ακούσουν τις δικές μας.
Εν τοις πράγμασι, εκείνο που συμβαίνει είναι πως αντιπαθούμε ανθρώπους με διαφορετική κοσμοθεωρία, γιατί δεν μπορούμε να βρούμε έναν κοινό τόπο, μια δυνατότητα συνύπαρξης. Άνθρωποι με διαφορετικές αξίες και ιδανικά από εμάς, είναι φύσει αδύνατο να μάς πλησιάσουν και φυσικά να τούς πλησιάσουμε και εμείς και γι’ αυτό δημιουργείται ένα χάσμα ανάμεσά μας, το οποίο μετουσιώνεται σε αντιπάθεια.
Επίσης, άνθρωποι, οι οποίοι στο παρελθόν έχουν εμφανιστεί με ένα σκληρό προσωπείο, άκαμπτο και μάς έχουν πληγώσει, ταλαιπωρήσει κι αδικήσει μάς γίνονται αντιπαθείς. Κι αυτό είναι ένας εσωτερικός μηχανισμός άμυνας. Το ένστικτό μας μάς καλεί να αντιπαθήσουμε όλους όσοι επέδειξαν χείριστη συμπεριφορά απέναντί μας, ώστε να μην τους αφήσουμε να μάς ξαναπληγώσουν.
Για το τέλος, θα αφήσω μια μύχια μορφή αντιπάθειας: τη ζήλια. Είναι πολύ συχνό, μα κανένας δεν το παραδέχεται. Πολλές φορές, δηλώνουμε κατηγορηματικά πως αντιπαθούμε κάποιον, γιατί φοβόμαστε να παραδεχτούμε πως στην ουσία δεν τον αντιπαθούμε, αλλά τον ζηλεύουμε. Τον αντιπαθούμε, διότι μέσα μας γεννώνται αισθήματα ζήλιας για κάτι που εκείνος έχει και ‘μεις, μολονότι θα το θέλαμε απεγνωσμένα, όχι. Όλοι το έχουμε νιώσει αυτό. Και μέχρι ενός σημείου, είναι εντάξει. Κάποια στιγμή, θα ωριμάσουμε και θα σταματήσουμε να συγκρινόμαστε με τους άλλους ανθρώπους. Θα καταλάβουμε πως εκείνοι είναι εκείνοι με ό,τι έχουν και εμείς είμαστε εμείς με ό,τι έχουμε.
Είναι εντάξει να αντιπαθούμε κι έναν άνθρωπο. Ή και παραπάνω. Δε χρειάζεται να νιώθουμε τύψεις, ενοχές ή να αφήνουμε τρίτους να επηρεάζουν αυτό μας το συναίσθημα. Η αντιπάθεια, όπως και όλα τα συναισθήματα, είναι φίλοι του ανθρώπου και υπάρχουν, γιατί εκπληρώνουν έναν στόχο. Δεν υπάρχουν σωστά και λάθος συναισθήματα. Υπάρχουν απλώς συναισθήματα.