Υπάρχουν πάντα και παντού δύο τύποι ανθρώπων: Εκείνοι που ξεκινούν να γιορτάζουν τα Χριστούγεννα από τα τέλη του Οκτώβρη κι έχουν στολίσει το σπίτι τους πριν καν μπει ο Νοέμβριος κι εκείνοι που ποτέ δεν προλαβαίνουν και στολίζουν προπαραμονή Χριστουγέννων. Ανεξάρτητα από την κατηγορία στην οποία κατατάσσεις τον εαυτό ή τους οικείους σου, οφείλεις να παραδεχτείς πως κάθε χρόνο – σχεδόν- συναντάς ανθρώπους, που δε στολίζουν καθόλου. Δεν ανάβουν λαμπάκια στο μπαλκόνι, δεν ακούν στο repeat το last christmas και δε γράφουν γράμμα στον Άγιο με τη γενειάδα και την κόκκινη στολή.

Κι αυτό, βέβαια, δεν είναι στάση ζωής ή μίσος για τα Χριστούγεννα απαραίτητα, ή ακόμη μια απέλπιδα προσπάθεια αντίστασης στον καπιταλισμό και στην υπερκατανάλωση, που αυτός επιτάσσει. Μπορεί και να είναι ένας ακόμα τρόπος εκδήλωσης του πένθους τους. Μεταξύ άλλων εθίμων και συνηθειών, μέσω των οποίων οι άνθρωποι δηλώνουν σθεναρά πως πενθούν την απώλεια ενός αγαπημένου τους προσώπου, είναι και η άρνηση να στολίσουν γιορτινά το σπίτι και να γιορτάσουν τα Χριστούγεννα. Εν τοις πράγμασι, η άρνηση στολισμού είναι άρνηση γιορτασμού. Όταν πενθείς, αρνείσαι να γιορτάσεις, να χαρείς, να στολίσεις. Όμως, αρνείσαι ή αισθάνεσαι ενοχές;

Η περίοδος των γιορτών, εκτός από διακοπές, φαγητά, ποτά και δώρα, είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με αυτό που ονομάζουμε οικογένεια. Η παρουσία της οικογένειας, δηλαδή των δικών μας ανθρώπων -ανεξάρτητα από τους δεσμούς αίματος, που μάς συνδέουν – καθ’ όλη τη διάρκεια της εορταστικής περιόδου μάς υπενθυμίζει εκκωφαντικά πως ακόμη κι αν αισθανόμαστε, δεν είμαστε μόνοι. Θα υπάρχει πάντα για εμάς ένας ώμος να κλάψουμε και μια καρδιά για να εμπιστευτούμε την ψυχή μας. Κι αυτή είναι η πραγματική αιτία της γιορτής.

Τα Χριστούγεννα ή την πρωτοχρονιά δε γιορτάζουμε τη γέννηση του Ιησού ή την έλευση του νέου έτους, αντίστοιχα. Γιορτάζουμε κι αυτά. Αλλά όχι μόνον αυτά. Αυτές τις μέρες, εκείνο το οποίο μάς συμβαίνει κι έχουμε ανάγκη να επικοινωνήσουμε με τους ανθρώπους μας είναι το μοίρασμα. Το μοίρασμα των παραδοσιακών γλυκών, των εθίμων, των δώρων, των ευχών, των ψυχών μας. Οι πράξεις μας στις γιορτές έχουν αποδέκτες.

Μπορεί να έχετε ψυχρανθεί, απομακρυνθεί, τσακωθεί, όμως, στις γιορτές μοιράζεστε: Ευχές, γλυκά, το ίδιο τραπέζι. Και γι’ αυτό χαιρόμαστε και γιορτάζουμε. Γιατί επέρχεται η συνειδητοποίηση πως δεν είμαστε μόνοι. Υπάρχει εκεί έξω, στον περίπλοκο και συναισθηματικά κατειλημμένο κόσμο, ένας άνθρωπος να καταλάβει την κουβέντα μας, να νιώσει τα λόγια μας, να ακούσει την ψυχή μας. Κι έτσι γιορτάζουμε. Όταν στολίζουμε, λοιπόν, είναι σαν να λέμε: «Δες! Δεν είμαι μόνος. Η ζωή μου δεν είναι μαύρη και σκοτεινή. Έχει χρώματα και φως.» Επικοινωνούμε τη χαρά μας με τα λαμπιόνια και τους ταράνδους που κοσμούν το σαλόνι ή το μπαλκόνι μας.

Όταν, όμως, δεν υπάρχει χαρά; Όταν ο άνθρωπος ή οι άνθρωποι, στα μάτια των οποίων βλέπαμε το χρώμα και το φως, έφυγαν και δεν είναι πια μαζί μας, τι συμβαίνει; Δε γιορτάζουμε; Δε στολίζουμε; Η ελληνική παράδοση και η Χριστιανική θρησκεία, μάς έχουν κάπως πείσει πως το πένθος και ο στολισμός δε συνδυάζονται. Είναι δύο έννοιες εκ διαμέτρου αντίθετες. Το πένθος και η εκδήλωση αυτού είναι πολύ συγκεκριμένο: Μαύρα ρούχα, απουσία μουσικής, απουσία στολισμού, αποφυγή συνωστισμού και πρωτοχρονιάτικων event. Έτσι, δείχνεις το πένθος σου και σέβεσαι τον θανόντα. Έτσι μάς έμαθαν. Έτσι μάς είπαν. Το πένθος δεν έχει λαμπιόνια και ρεβεγιόν. Μόνον εσωστρέφεια και βαθιά λύπη.

Είναι, όμως, έτσι; Υπάρχει μόνον ένας τρόπος να πενθήσει κάποιος; Και είναι πια τόσο κατακριτέο, ώστε να είσαι δακτυλοδεικτούμενος και θέμα προς συζήτηση, αν στολίσεις το σπίτι σου και φτιάξεις μελομακάρονα, ενώ έχεις πρόσφατα βιώσει μια απώλεια;  Είναι ασέβεια προς τον νεκρό; Δεν τιμάς τη μνήμη του;

Τα πράγματα δεν είναι πάντα έτσι όπως μάς τα έμαθαν. Ο χριστουγεννιάτικος στολισμός και το λεγόμενο christmas spirit για πολλούς ανθρώπους που πενθούν, δεν είναι εκδήλωση χαράς ή γιορτινής διάθεσης, αλλά επιβεβλημένη ανάγκη. Η θαλπωρή και η στοργή, που ενέχει ο χριστουγεννιάτικος στολισμός, οι γιρλάντες, η ανταλλαγή δώρων, η τήρηση όλων των χριστουγεννιάτικων εθίμων, ίσως είναι εκείνη η θαλπωρή και η στοργή, που οι άνθρωποι εισέπρατταν από το πρόσωπο, που τώρα τούς λείπει. Οι χιονάνθρωποι και οι Άγιοι Βασίληδες, ίσως είναι αυτοί που αυτά τα -πρώτα χωρίς εκείνον- Χριστούγεννα, θα προσφέρουν μια αγκαλιά, έστω και νοητή, στον άνθρωπο που έμεινε πίσω. Τα μελομακάρονα και οι κουραμπιέδες μπορεί να είναι αυτά που θα επιχειρήσουν να γλυκάνουν τον άνθρωπο που κουρνιάζει δίπλα από το χριστουγεννιάτικο δέντρο με μόνη συντροφιά ένα άλμπουμ με φωτογραφίες, και να διώξουν για λίγο μόνο την πίκρα, με την οποία ποτίστηκε η ψυχή του.

Όλες οι πράξεις των ανθρώπων έχουν πάντα νόημα. Πίσω από αυτές, κρύβεται ένα συναίσθημα. Και τα συναισθήματά μας δεν είναι ποτέ λάθος. Δεν υπάρχει λανθασμένο συναίσθημα. Αν νιώθεις πως δε θες, δεν μπορείς να στολίσεις, γιατί αυτή η διαδικασία σού ξυπνά μνήμες -νωπές ακόμη- και δεν είσαι σε θέση να το διαχειριστείς, τότε μη στολίσεις. Φέτος, τα χριστουγεννιάτικα, ας μείνουν στο πατάρι, δεν πειράζει.

Αν, όμως, με το να στολίζεις το σπίτι σου, νιώθεις πως στολίζεις την ψυχή σου με θαλπωρή και φροντίδα, τότε να στολίσεις. Και να στολίσεις πιο πολύ και πιο όμορφα από κάθε άλλη χρονιά. Το έχεις ανάγκη. Όταν πονάμε, δε φροντίζουμε εμείς τον εαυτό μας. Μάς φροντίζουν οι άλλοι. Κι αν αυτοί οι άλλοι είναι τα ξωτικά, οι καλικάντζαροι και ο Άγιος Βασίλης, στόλισε το πιο ψηλό δέντρο και βάλε στο μπαλκόνι τα πιο φωτεινά λαμπάκια.

Δεν υπάρχει ένας τρόπος να πενθήσει κάποιος τους νεκρούς του. Το πένθος είναι πολύ προσωπική υπόθεση, που δεν υπόκειται σε κανόνες και δε λογαριάζει τα πρέπει της κοινωνίας ή της εκκλησίας. Αυτά τα Χριστούγεννα είτε έχετε στολίσει είτε όχι, κοιτάξτε ψηλά στον ουρανό, αναζητήστε στα αστέρια τα πρόσωπα που τώρα σάς λείπουν και νιώστε ευγνώμονες που αξιωθήκατε να μοιραστείτε έστω και ένα μέρος της ζωής σας μαζί τους.

Συντάκτης: Στέλλα Μπακάλη