Ένα νέο ντοκιμαντέρ στο Netflix, έρχεται να μας ταρακουνήσει σχετικά με το πόσο εύκολο είναι τελικά να αλλάξει η ζωή σου εξαιτίας της υπερβολικής προβολής στα social media. To ντοκιμαντέρ, περιγράφει μια πραγματική ιστορία τρόμου, όπου πρωταγωνίστριες είναι 3 γυναίκες, ιδιαίτερα ενεργές στα social media. Ένας άγνωστος απειλεί τις ζωές τους, όταν καταφέρνει με διάφορα μέσα να χακάρει τα προφίλ τους, να εμπλακεί στα μηνύματά τους και στις επαφές τους, με αποτέλεσμα να ξεκινήσουν να λαμβάνουν προσβλητικά και χλευαστικά μηνύματα από αγνώστους στο facebook και σταδιακά να καταστραφεί όλη τους η ζωή. Το ντοκιμαντέρ δύο τμημάτων φέρνει στο προσκήνιο τα πραγματικά θύματα Jade Hallam, Abby Furness και Lia Marie Hambly για να διηγηθούν τις εμπειρίες τους από τη διαδικτυακή καταδίωξη και κακοποίηση από τον Hardy
Η βαλίτσα δεν πάει και πολύ μακριά, αφού το 2022 η Guardian δημοσίευσε μια έρευνα για έναν από τους χειρότερους cyber stalkers του Ηνωμένου Βασιλείου. Ο Matthew Hardy παρενοχλούσε γυναίκες για πάνω από μια δεκαετία μέχρι να καταδικαστεί σε 9 χρόνια φυλάκισης τον Ιανουάριο του 2022, ενώ υπήρξαν αρκετά ερωτήματα για το γιατί χρειάστηκε τόσος χρόνος μέχρι να έρθει ο διώκτης ενώπιον της δικαιοσύνης.
Ο άγνωστος – “stalker” στην αρχή αναφέρει στις κοπέλες ότι «θέλει να τους πει ένα μυστικό», ενώ προσπαθεί να διαλύσει τις ζωές τους και την κοινωνική τους εικόνα. Στο τέλος, τα καταφέρνει. Στέλνοντας μηνύματα, εικόνες, κάνοντας ανήθικες προτάσεις, παριστάνοντας ότι είναι αυτές, καταφέρνει να τις διασύρει σε γνωστούς και φίλους. Οι κοπέλες ήταν έως και τότε ιδιαίτερα ενεργές στα social media, ενώ μοιράζονταν την καθημερινότητά τους κι ακόμα και πολύ προσωπικές τους στιγμές με όλους. Η εμφάνιση του αγνώστου, οδήγησε σε κλονισμό της εικόνας τους και σε ξεκάθαρο διασυρμό των προσωπικοτήτων τους. Ήρθαν αντιμέτωπες με πολύ δυσάρεστα συναισθήματα όπως με τον φόβο, τη δειλία και την έλλειψη εμπιστοσύνης προς όλους. Συγκεκριμένα, μια εξ αυτών ανέφερε ότι τον καιρό όπου δρούσε ο διώκτης έκανε την εμφάνισή του καθημερινά στέλνοντας μηνύματα και διαδίδοντας ψευδή στοιχεία, πράγμα που την έκανε να νιώθει πως δεν μπορεί να προστατευτεί πουθενά και με κανέναν τρόπο. Τα θύματα φοβόντουσαν ακόμη και να κυκλοφορήσουν μόνες, δεν ήξεραν αν μπορούσαν να στηριχτούν σε κάποιον κι η ζωή τους έγινε ένας εφιάλτης από μια μανία καταδίωξης. Ο διώκτης καθημερινά τους δημιουργούσε ανασφάλεια, τις παρενοχλούσε και φαίνεται ακόμα και ότι τις παρακολουθούσε.
Δυστυχώς, κρίσιμη ήταν και η αντιμετώπιση των θυμάτων από τις αρχές, που δεν έδειξαν ιδιαίτερα έντονη προθυμία να βάλουν τα δυνατά τους ώστε να τελειώσει μια ώρα αρχύτερα ο εφιάλτης των κοριτσιών. Θέλεις, η έλλειψη εξοπλισμού, η έλλειψη εμπειρίας σε αντίστοιχα περιστατικά; Οι αρμόδιοι δεν μπόρεσαν εξ αρχής να βοηθήσουν και να καθησυχάσουν τα θύματα. Ευτυχώς, ένας αστυνομικός έκανε τη δική του προσωπική έρευνα και μετά από ένα τυχαίο γεγονός που οδήγησε σε καθοριστική μαρτυρία, ο ύποπτος παγιδεύτηκε, χωρίς να γίνεται ξεκάθαρο το «γιατί» οδηγήθηκε σε αυτή την πράξη.
Το ιδιαίτερα παράδοξο που εξέφρασαν τα θύματα στον απόηχο της κατάστασης, είναι ότι χωρίς τα social media η ζωή δεν είναι ίδια και ότι παρ’ όλη την περιπέτειά τους, τούς λείπει η επικοινωνία με τους followers. Όσο απολάμβαναν την προβολή, μέσω αυτής ένιωθαν ότι οι γύρω τους «τις αποδέχονται» ενώ πλέον, χωρίς τα social media, νιώθουν μοναξιά. Και ναι, πρόκειται για μια εντελώς απτή πραγματικότητα.
Μέσα από την ιστορία αυτή, μπορούν να βγουν ορισμένα συμπεράσματα σχετικά με την προβολή στο Internet και την έκθεση όλων μας. Ο κίνδυνος που ελοχεύει πίσω από την κοινωνική προβολή, φαίνεται να είναι μεγαλύτερος απ’ ότι φαντάζεται ο μέσος άνθρωπος που απλά κι αβίαστα κοινοποιεί τη ζωή του. Τα κοινωνικά δίκτυα μπορούν να γίνουν πολύ επικίνδυνα και ταυτόχρονα άκρως εθιστικά. Ο κίνδυνος είναι ίσως πιο κοντά από τι φανταζόμαστε κι αν λέμε πως «δε θα συμβεί σ’ εμάς» ίσως και να κάνουμε λάθος.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου