Και ήρθε λοιπόν η ώρα να μιλήσουμε για έρωτες. Έρωτες μικρούς, έρωτες μεγάλους ή και πλατωνικούς. Έρωτες ανεξίτηλους ή παροδικούς. Σίγουρα ο καθένας ονοματίζει το συναίσθημα που βίωσε χρησιμοποιώντας διαφορετικά επίθετα. Άλλωστε, ο φτερωτός θεός αλλάζει μορφές και σχήματα. Έχει πάντα το χρώμα που του δίνουμε, επομένως γιατί να μην ισχύει το ίδιο και για το πώς τον χαρακτηρίζουμε; Ξέρω πως διαβάζοντας αυτές τις λέξεις σκέφτεστε ότι είναι ένα ακόμη κείμενο θεωρητικής προσέγγισης του έρωτα, τι είναι, τι δεν είναι και πάει λέγοντας. Κι όμως, αυτήν τη φορά θα αγγίξουμε μια άλλη, διαφορετική πτυχή του, αυτήν του αποκαλούμενου «έρωτα της ζωής μας». Πάμε να δούμε πόσο δίκαιο ή άδικο είναι να χαρακτηρίζουμε κάποιον έτσι και εν τέλει με ποια κριτήρια επιλέγουμε αν θα βάλουμε το ταμπελάκι.
Από μικρά παιδιά, που βλέπουμε ταινίες της Disney και ταυτιζόμαστε με πρίγκιπες και πριγκίπισσες, φανταζόμαστε κι αυτόν τον περίφημο μεγάλο έρωτα. Όχι τόσο φυσιογνωμικά, αλλά περισσότερο σαν οντότητα, θεωρητικά. Πλάθουμε στη φαντασία μας έναν άνθρωπο που θα είναι πάντα εκεί για εμάς, παρόν σε ό,τι ζητάμε. Θα είναι αυτό που λένε το απόλυτο ταίριασμα, το «άλλο μας μισό». Δε θα λογοφέρουμε, ούτε θα τσακωνόμαστε, θα κάνουμε τα πάντα μαζί και η σχέση μας δε θα εκφυλιστεί από την καθημερινή ρουτίνα. Τοποθετούμε ευλαβικά αυτά κι άλλα πολλά δεδομένα σε ένα νοητό checklist και δε συμβιβαζόμαστε με τίποτα λιγότερο. Μεγαλώνοντας, μπαίνουμε σιγά-σιγά στις πρώτες μας σχέσεις κι ως δια μαγείας η λίστα αυτή αρχίζει να μικραίνει. Γνωρίζουμε και συναναστρεφόμαστε με ανθρώπους, οι οποίοι πολύ συχνά καλύπτουν αρκετά, κάποια ή και ελάχιστα από αυτά τα ιδανικά χαρακτηριστικά της νοερής μας λίστας. Κάνουμε λοιπόν εκπτώσεις, με βάση αυτές όμως καμία σχέση δεν ανταποκρίνεται τελικά στο απόλυτο που έχουμε στο νου μας.
Η διαδικασία σιγά-σιγά γίνεται αυτόματη, σχεδόν ρομποτική, στο πρώτο ατόπημα και στο πρώτο στοιχείο που δε μας αφήνει να βάλουμε το τόσο σπουδαίο τικ, το πόρισμα βγαίνει. Δεν είναι και λίγες οι φορές που λέμε στον εαυτό μας ότι δεν αξίζει τελικά. Γιατί να καταναλώσουμε φαιά ουσία για κάποιον ο οποίος ξεκάθαρα δε θα μας κάνει να ζήσουμε το απόλυτο και το μοναδικό; Έτσι λοιπόν περνάμε από σχέση σε σχέση, από γνωριμία σε γνωριμία, κερδίζοντας απογοήτευση, θυμό και αγανάκτηση. Αντί να εστιάσουμε στις σχεσιακές μας εμπειρίες και στα διδάγματά τους, κοιτάμε την σπατάλη του χρόνου που θεωρούμε ότι υπάρχει. Πλάθουμε την ιδανική εικόνα και την κάνουμε τελικά εικόνισμα, θεωρώντας οτιδήποτε άλλο συμβιβασμό. Αντί να ζούμε όλα τα υπέροχα που κάθε σχέση μπορεί να προσφέρει κολλάμε, όχι στα άσχημα αλλά, σε όσα δεν ανταποκρίνονται σε έναν πίνακα τον οποίο τελικά ποτέ δεν είδαμε. Βασιζόμαστε σε περιγραφές της φαντασίας μας για να το κάνουμε ευκολότερο να απορρίψουμε ανθρώπους.
Είναι ώρα να δούμε όμως πως κάτι κάνουμε λάθος. Αν χάνουμε την ευτυχία επειδή αναλωνόμαστε στο κυνήγι της, μάλλον πρέπει να αναθεωρήσουμε. Να κατανοήσουμε ότι η ζωή και οι σχέσεις δε στριμώχνονται σε στεγανά και πρότυπα. Να ρίξουμε μια ματιά στους ανθρώπους γύρω μας και να αναρωτηθούμε αν είναι κι εκείνοι εγκλωβισμένοι στο κυνήγι ή αν ανακάλυψαν τελικά την ευτυχία μέσα σε κάτι ατελές και βασικά, αν το κατάφεραν, να αναρωτηθούμε τι κρατάει πίσω τελικά εμάς. Ας τολμήσουμε να βγούμε έξω από το safe zone μας, ποτέ δεν ξέρουμε τι μπορεί να ανακαλύψουμε κι εκεί. Ίσως οι βαθιά ριζωμένες, αυθαίρετες προϋποθέσεις που υπήρχαν στο μυαλό μας, να αρχίσουν να πέφτουν μία-μία σαν ένα μικρό ντόμινο προκαταλήψεων. Ίσως το «δε θα λογοφέρουμε, ούτε θα τσακωνόμαστε» παραχωρήσει ευγενικά τη θέση του στο «θα προσπαθούμε να ξεπερνάμε τις δυσκολίες μαζί». Το «θα κάνουμε τα πάντα μαζί» δώσει τη δική του στο «ο καθένας θα έχει το χώρο και το χρόνο του» και το «θα ταιριάζουμε απόλυτα» γίνει τελικά «θα αγαπάμε και τις διαφορές μας».
Τον εαυτό μας αδικούμε όταν ψάχνουμε μανιωδώς τον έρωτα της ζωής μας και αδικούμε ταυτόχρονα και όλους εκείνους που περνάνε και αφήνουν το στίγμα τους στην ιστορία μας. Ας αφήσουμε λοιπόν έρωτες «καθορισμένους και μοναδικούς» για τα κλασικά μυθιστορήματα και ας κοιτάξουμε να ζήσουμε εμείς έρωτες ανθρώπινους και ατελείς, που κρύβουν όμως μέσα τους όλη την ειλικρίνεια του κόσμου.
Επιμέλεια κειμένου: Μαρία Ρουσσάκη