

«Την έχεις δει; Πρέπει να τη δεις οπωσδήποτε»
Αυτή είναι η φράση που ακούγεται στατιστικά συχνότερα μόλις η συζήτηση αρχίσει να εκτυλίσσεται γύρω από την νέα σειρά βρετανικής παραγωγής Adolescence, που σε μικρότερο χρονικό διάστημα του ενός μήνα, σημείωσε τον αδιανόητο αριθμό των 114 εκατομμυρίων προβολών σε παγκόσμια κλίμακα. Μία μικρή σειρά (μόλις 4 επεισοδίων) με μεγάλο ωστόσο κοινωνικό αντίκτυπο, μιας και έχει αποτελέσει αντικείμενο προβληματισμού και αφορμή για μία μεγάλη συζήτηση, καθώς πραγματεύεται πληθώρα ζητημάτων για τα οποία έχουν διατυπωθεί πολλές διιστάμενες και αντικρουόμενες μεταξύ τους απόψεις.
Υπάρχουν άτομα που έχουν επευφημήσει την ερμηνεία των ηθοποιών και τη φυσικότητα του παιξίματός τους. Είναι εκείνοι που βρήκαν εξαιρετική την ιδέα της πλοκής και την σεναριακή λεπτομέρεια, να απαθανατίζονται περισσότερες οπτικές γωνίες προς την εύρεση εκείνου του «γιατί» συνέβη αυτό που συνέβη. Είναι εκείνοι που τους ευχαρίστησε το γεγονός πως η σειρά επιδιώκει να παρουσιάσει το στάδιο της εφηβείας, τους προβληματισμούς και τις ανησυχίες που την συνοδεύουν, τον εκφοβισμό, την βία, τη σ#ξουαλική αφύπνιση, τον ρόλο που διαδραματίζει η οικογένεια σε όλα αυτά αλλά και την επιρροή του διαδικτύου, που συνεχώς κερδίζει έδαφος στην ζωή των νέων ανθρώπων, και όλα αυτά με τρόπο ωμά ρεαλιστικό χωρίς ωραιοποιήσεις και άλλες καλειδοσκοπικές προσεγγίσεις.
Από την άλλη είναι και εκείνοι που δεν έμειναν ιδιαίτερα εντυπωσιασμένοι. Έχουν γραφεί άρθρα με θέμα «γιατί δεν θα άφηνα το έφηβο παιδί μου να δει το Adolescence». Έχουν διατυπωθεί γνώμες πως η όλη ιστορία ήταν σε πολλά σημεία υπερβολική, βίαιη και κάπως ακραία. Εξωπραγματική λένε κάποιοι. «Αποκλείεται ένα παιδί να έχει τόσο βίαια ένστικτα και να κάνει κάτι τόσο αποτρόπαιο». «Δεν συμβαίνουν αυτά». «Αλλά και να συμβαίνουν, σίγουρα δεν γίνονται σε τέτοια ένταση».
«Υπερβολές του σεναρίου»;
Τις μεγαλύτερες όμως υπερβολές, τα πιο ανατριχιαστικά και ανεκδιήγητα σενάρια, εκείνα τα ασύλληπτα που σου προκαλούν εφιάλτες και σε ανατριχιάζουν, στην πραγματικότητα δεν τα βλέπουμε στην τηλεόραση.
Επειδή λοιπόν η σειρά Adolescence διαδραματίζεται στην Αγγλία, τοπικά ας παραμείνουμε εκεί. Με μία μόνο χρονική αναδρομή. Ένα ταξίδι 32 χρόνια πριν. Και αυτήν την φορά σε περιστατικά και γεγονότα που κανενός σεναριογράφου το χέρι δεν έγραψε. Σε γεγονότα πέρα για πέρα αληθινά.
12 Φεβρουαρίου 1993
Tότε ήταν που συνέβη η απαγωγή και η βάναυση δολοφονία του μόλις δύο ετών James Patrick Bulger από δύο 10χρονα αγόρια. Τους Robert Thompson και Jon Venables. Στις 12 Φεβρουαρίου 1993 ο James Bulger μαζί με την μητέρα του βρίσκονταν στο εμπορικό κέντρο. Στις 3:30μ.μ και ενώ η μητέρα του, Denise, πλήρωνε στο κρεοπωλείο ο μικρός James διέφυγε της προσοχής της για ελάχιστα δευτερόλεπτα.
Κι εξαφανίστηκε.
Η αστυνομία ειδοποιήθηκε και κινητοποιήθηκε άμεσα για την αναζήτηση του παιδιού. Σύμφωνα με το υλικό από το τις κάμερες του συστήματος ασφαλείας του εμπορικού κέντρου, ο μικρός James εθεάθη να αποχωρεί από το κρεοπωλείο στις 3:39μ.μ. Ακριβώς ένα λεπτό αργότερα, στις 3:40μ.μ., η μητέρα του βγαίνει από το κατάστημα σε κατάσταση πανικού ψάχνοντάς τον. Στις 3:41μ.μ. τα στιγμιότυπα από τις κάμερες ασφαλείας δείχνουν τον James να ακολουθεί τα δύο 10χρονα αγόρια και στις 3:42μ.μ τα τρία παιδιά φεύγουν από το εμπορικό κέντρο με τον έναν 10χρονο να κρατάει τον James από το χέρι.
3:39μ.μ. – 3:42μ.μ
Χρειάστηκαν μόλις 3 με 4 λεπτά ώστε να αλλάξει πλήρως το σκηνικό. Και από εκεί που είχαμε τρία συνηθισμένα ανήλικα παιδιά να μετατραπούν σε δύο θύτες και ένα νεκρό θύμα.
Δύο μέρες μετά την εξαφάνιση του James, στις 14 Φεβρουαρίου, εντοπίζεται το πτώμα του από μία παρέα παιδιών στις ράγες ενός σιδηροδρομικού σταθμού. Τρία χιλιόμετρα από το εμπορικό κέντρο από όπου εξαφανίστηκε και μόλις 100 περίπου μέτρα από το αστυνομικό τμήμα. Οι υπόνοιες και το όποιο ενδεχόμενο ατυχήματος εξαλείφθηκαν σχεδόν αμέσως, μόλις έγινε αντιληπτή η βαρβαρότητα και η βιαιότητα των τραυμάτων που έφερε το σώμα του παιδιού (42 στον αριθμό), ενώ του είχαν αφαιρεθεί τα ρούχα του από την μέση και κάτω και είχε τοποθετηθεί μπλε μπογιά στο ένα του μάτι.
Σε εκείνο το σημείο η αστυνομία γνώριζε πως είχε να αντιμετωπίσει μια πρωτοφανή και εξαιρετικής σκληρότητας υπόθεση ανθρωποκτονίας. Μια υπόθεση που συγκλόνισε, όχι μόνο την τοπική κοινότητα, αλλά και τους ίδιους τους ερευνητές που δούλευαν για την εξιχνίασή της.
Ο Albert Kirby, κύριος αστυνομικός της υπόθεσης, σε σχετικό με την υπόθεση ντοκιμαντέρ, είπε «Αφού βρέθηκε το σώμα του James, επειδή έβλεπα την επίδραση που είχε στο προσωπικό της αστυνομίας, αποφάσισα ότι δε θα τους πω όλες τις λεπτομέρειες για το τι είχε συμβεί στον James.». Ο Phil Roberts, επίσης αστυνομικός που εργαζόταν στην υπόθεση, είπε σε κάποιο σημείο «Ήταν μια φρικτή δολοφονία. Ξέρω τι συνέβη. Και μερικές φορές είναι καλύτερο να μην ξέρεις τι ακριβώς συνέβη». Ο Roy Barter, ιατροδικαστής στην υπόθεση είπε χαρακτηριστικά: «Ήταν η πιο τρομακτική και σοκαριστική υπόθεση που αντιμετώπισα τα τελευταία 25 χρόνια.»
Σε αυτό το σημείο η αστυνομία ήξερε πως έχει να κάνει με ένα έγκλημα και έπρεπε να βρει τον υπαίτιο. Έπρεπε να εξιχνιασθεί ποια ήταν τα δυο αγόρια που φαίνονται στο υλικό των καμερών ασφαλείας μαζί με τον James και ποια και σε ποια έκταση ήταν η ανάμειξή τους στο ειδεχθές αυτό έγκλημα. Ειπώθηκε πως η αστυνομία στην αρχή πίστευε πως επρόκειτο για κάποιου είδους φάρσα που κατέληξε σε αυτό το τραγικό τέλος. Είναι ο Albert Kirby εκείνος που θα πει: «Κανείς δεν μπορούσε να πιστέψει πως κάποιο παιδί είχε κάνει στον James αυτό που είχε συμβεί».
Κλήθηκαν από την αστυνομία περίπου στα 20 έφηβα αγόρια που είχαν αναγνωριστεί από μάρτυρες, τα οποία όμως απλώς αποδείχθηκε ότι απλά βρέθηκαν «την λάθος στιγμή στο λάθος σημείο». Επίσης έγινε μία προσαγωγή ενός 13χρονου ο οποίος γρήγορα αφέθηκε να φύγει, καθώς δεν είχε καμία εμπλοκή στην όλη υπόθεση.
Ώσπου έφτασε μια καταγγελία στην αστυνομία μίας κυρίας, η οποία είχε αναγνωρίσει τα 2 παιδιά από τα πλάνα της κάμερας ασφαλείας. Με τον τρόπο αυτό βρέθηκε η αστυνομία στην πόρτα των Thompson και Venables. Στο σπίτι του 10χρονου Jon Venables είχε σταλεί ο αστυνόμος George Scott ο οποίος θα πει αργότερα «Ελαφρώς σοκαρίστηκα όταν είδα την ηλικία του αλλά και την φυσική του διάπλαση.» Υπονοώντας πως ήταν πολύ μικρός (ηλικιακά και σωματικά) για να είναι υπεύθυνος για κάτι τέτοιο.
Να σημειωθεί εδώ πως έως τότε η αστυνομία είχε προσανατολίσει περισσότερο τις έρευνές της σε αγόρια που ενέπιπταν στο ηλικιακό πεδίο των δεκατριών και άνω. Το ότι στο επίκεντρο των ερευνών βρίσκονταν τώρα δύο 10χρονα παιδιά και οι υποψίες είχαν πέσει πάνω τους, ήταν ένα γεγονός που τους ξάφνιασε. Όπως ανέφεραν, ήταν η πρώτη φορά που εξέταζαν τόσο νέους υπόπτους πόσο μάλλον για υπόθεση ανθρωποκτονίας. Ο αστυνομικός Phil Roberts είναι εκείνος που θα πει πως δυσκολευόταν κατά τη διάρκεια της ανάκρισης να είναι αυστηρός μαζί τους.
Οι αστυνομικοί που συνέλαβαν τα δύο παιδιά, ακριβώς επειδή ήταν αντιμέτωποι με δύο υπερβολικά νερά άτομα, επεδίωξαν πρώτα να διαγνώσουν κατά πόσο ήταν σε θέση και διανοητική κατάσταση να διαχωρίσουν την έννοια του πραγματικού από την φαντασία, και την έννοια του σωστού και του λάθους. Μέσα από τις ερωτήσεις στις οποίες υποβλήθηκαν, διαπιστώθηκε πως και τα δύο παιδιά είχαν την ωριμότητα να αντιληφθούν τις έννοιες αυτές. Ο ένας από τους δύο 10χρονους μάλιστα, ο Thompson, ερωτήθηκε για το «Εάν το ότι δολοφονήθηκε ο James ήταν σωστό ή λάθος».
Και ο Thompson απάντησε ότι ήταν λάθος.
Παράλληλα με τις ανακρίσεις που διεξάγονταν, στις οποίες σιγά σιγά τα δύο παιδιά άρχισαν να ομολογούν τι είχαν κάνει στον μικρό James, βρέθηκαν στα παπούτσια του ενός και στο μπουφάν του άλλου, ίχνη αίματος από τον James, τρίχες από τα μαλλιά του και μπλε μπογιά από αυτήν που είχε βρεθεί στο μάτι του.
Ταυτόχρονα άρχισαν να έρχονται στοιχεία στο φως από καταθέσεις μαρτύρων. Στην απόσταση των τριών χιλιομέτρων που διάνυσαν τα τρία παιδιά ώσπου να φτάσουν από το εμπορικό στον σιδηροδρομικό σταθμό, συνάντησαν 38 ανθρώπους. 38 περαστικοί, από τους οποίους μόνο δύο στάθηκαν και ρώτησαν τα παιδιά που πήγαιναν. Στον έναν από αυτούς απάντησαν πως ο James είχε χαθεί και τον πήγαιναν στο αστυνομικό τμήμα, και στον άλλον αποκρίθηκαν πως ο James ήταν ο μικρός αδελφός τους και πως έκλαιγε επειδή είχε πέσει και είχε χτυπήσει. 38 χαμένες ευκαιρίες να σωθεί η ζωή του 2χρονου παιδιού, θα έλεγε κανείς… Αλλά ποιος θα μπορούσε να υποψιαστεί δύο 10χρονα παιδιά;
Ο Thompson και ο Venables τελικά οδηγήθηκαν στην δικαιοσύνη στις 24 Νοεμβρίου 1993. Ήταν αντιμέτωποι με 3 κατηγορίες. Την απαγωγή και την ανθρωποκτονία του James Patrick Bulger αλλά και την απόπειρα απαγωγής ενός άλλου αγοριού νωρίτερα την ίδια μέρα! Σύμφωνα με τα στοιχεία της υπόθεσης, στις 12:30μ.μ. της 12ης Φεβρουαρίου, μια κυρία άκουσε το ένα από τα δύο αγόρια να λέει «θα πάρουμε ένα από αυτά». Η κυρία νόμιζε, πως τα παιδιά είχαν πρόθεση να κλέψουν κάποιο από τα καταστήματα του εμπορικού κέντρου. Στην πραγματικότητα όπως θα αποκαλύψει στην ανάκριση ο ένας από τους δύο 10χρονους, αναφέρονταν στα παιδιά της κυρίας αυτής! Πρόθεσή τους όπως είπε ήταν να πάρουν ένα από τα δύο παιδιά και να το ρίξουν στον δρόμο που περνούσαν τα ταξί και τα λεωφορεία ώστε να φανεί σαν ατύχημα.
Οι Thompson και Venables έλαβαν την ποινή των 8 ετών σε σωφρονιστικό κατάστημα κράτησης νέων και αποτέλεσαν τους νεότερους καταδικασθέντες του 20ου αιώνα. Ο δικαστής της υπόθεσης απευθυνόμενους στους δύο, τους είπε: «Η πράξη τους ήταν μια ενέργεια απαράμιλλης μοχθηρίας και βαρβαρότητας.» Η μητέρα του 2χρονου James προσπάθησε και αγωνίστηκε για να τους επιβληθεί μεγαλύτερη ποινή, τουλάχιστον 15 ετών, αλλά δεν τα κατάφερε.
Το 2001, οι δύο πλέον 18χρονοι αποφυλακίστηκαν και τους χορηγήθηκαν νέες ταυτότητες με διαφορετικά ονόματα, ώστε να είναι πιο εύκολη η κοινωνική τους επανένταξη. Παρά την άφεσή τους, τους επιβλήθηκε μία σειρά από όρους μεταξύ των οποίων ήταν η απαγόρευση να έρθουν σε οποιαδήποτε επαφή με την οικογένεια της μητέρας του James, ενώ τους απαγορεύθηκε οποιαδήποτε επίσκεψη στην πόλη της Λίβερπουλ, όπου και είχε τελεστεί το έγκλημα.
Σήμερα, ο τότε Thompson δεν έχει ξαναπασχολήσει τις αρχές ενώ ο Venables, αφενός αθέτησε έναν από τους επιβαλλόμενους όρους, καθώς εθεάθη στην Λίβερπουλ, ενώ επίσης συνελήφθη και φυλακίστηκε για δεύτερη φορά για κατοχή υλικού παιδικής πορν@γραφίας. Το τέλος της υπόθεσης επήλθε με τη καταδίκη των δύο 10χρονων αλλά στην κοινή γνώμη παρέμενε αναπάντητο ένα «γιατί».
Αναφορικά με το ζήτημα αυτό, ο αστυνόμος George Scott μιλώντας για την υπόθεση, μεταξύ άλλων είπε: «Πρέπει να υπάρχει κάποιος λόγος που απήγαγαν τον James εκείνη την ημέρα. Εμείς ως ανακριτική ομάδα ποτέ δεν φτάσαμε πραγματικά στο τι βρισκόταν από πίσω. Εξακριβώσαμε την αλήθεια, εξακριβώσαμε τα γεγονότα, αλλά το τι υπήρχε στο μυαλό των Venables και Thompson δεν το μάθαμε ποτέ.» Ίσως αυτό το αναπάντητο «γιατί» είναι που έφερε αυτήν την τεράστια επιτυχία στην σειρά Adolescence. Ακριβώς επειδή δεν παρουσιάζει το γεγονός ως γεγονός· δεν εστιάζει στο αποτέλεσμα αλλά επιχειρεί να εντοπίσει και να καταδείξει τα αίτια που οδήγησαν σε αυτήν την κατάληξη. Διότι μόνο μέσα από την κατανόηση αυτών των αιτιών μπορεί να αποφευχθεί μία τέτοια επικείμενη έκβαση.
Και αυτό το αναπάντητο «γιατί» είναι που τρομάζει κάποιους και που τους οδηγεί να χαρακτηρίσουν την σειρά υπερβολική ή τραβηγμένη. Διότι η αναζήτηση του γιατί ένα παιδί αναπτύσσει τόσο βίαια ένστικτα και ωθείται σε τόσο φρικιαστικές πράξεις, έρχεται μαζί με την συνειδητοποίηση και την παραδοχή. Παραδοχή πως τα ίδια τα παιδιά δεν ευθύνονται. Συνειδητοποίηση πως ένα παιδί δεν είναι τίποτα περισσότερο παρά ένα προϊόν της οικογένειας και της κοινωνίας όπου μεγαλώνει και ανατρέφεται. Διότι η λύση για την αντιμετώπιση της εγκληματικότητας των παιδιών, βρίσκεται πίσω από αυτό το «γιατί» που δεν απαντήθηκε πριν από 32 χρόνια. Αυτό το «γιατί» που σειρές και ταινίες όπως το Adolescence προσπαθούν να προβάλλουν. Αυτό το «γιατί» που εάν συνεχίσουμε να αρνούμαστε να απαντήσουμε, ο εφιάλτης της βίας των ανηλίκων θα συνεχίσει να διογκώνεται. Ένας εφιάλτης που δε θα εξαφανιστεί από μπροστά μας, με το πετάρισμα των βλεφάρων.
Ένα «γιατί» που για να απαντηθεί και ένας «εφιάλτης» που για να εξορκιστεί, απαιτεί να αντικρίσουμε το είδωλο μας στον καθρέφτη και να έρθουμε αντιμέτωποι με τις ευθύνες μας ως γονείς, ως εκπαιδευτικοί και ως κοινωνία εν γένει.
Η αληθινή ιστορία έχει μεταφερθεί και στη μεγάλη οθόνη, με το όνομα: “2 little monsters”