Πολλές ταινίες που έγιναν εισπρακτικές επιτυχίες βασίστηκαν σε πραγματικές ιστορίες, οι οποίες υπήρξαν τόσο ενδιαφέρουσες, ώστε θεωρήθηκε σκόπιμο να γνωστοποιηθούν διεθνώς. Οι περισσότερες από αυτές δε, είναι δραματικές και αφηγούνται τραγικά γεγονότα, όπως εξαφανίσεις σαν κι αυτή της Λέισι Πίτερσον. Το 2014, ταινία αφηγήθηκε την ιστορία της Λέισι υπό τον τίτλο «Το κορίτσι που εξαφανίστηκε» (Gone Girl), η εξαφάνιση της οποίας είχε αποτελέσει νωρίτερα έμπνευση και για την έκδοση του ομότιτλου βιβλίου από την Τζίλιαν Φλιν. Το 2015, η Denise Huskins κατηγορήθηκε ότι σκηνοθέτησε την απαγωγή της, έχοντας εμπνευστεί από την ιστορία της Πίτερσον.

H 27χρονη Λέισι Πίτερσον γνώρισε τον Σκοτ Πίτερσον το 1997 όταν εκείνη εργαζόταν ως σερβιτόρα σε μια καφετέρια της Καλιφόρνια. Λίγους μήνες αργότερα παντρεύτηκαν. Στις 24 Δεκεμβρίου του 2002, η Λέισι εξαφανίστηκε έχοντας βγει να πάει βόλτα τον σκύλο τους, ούσα 8 μηνών έγκυος. Όταν ο Σκοτ γύρισε σπίτι το απόγευμα από το ψάρεμα συνειδητοποίησε την απουσία της γυναίκας του, περίμενε κάποιες ώρες μήπως κι επιστρέψει και εφόσον αυτό δεν έγινε, ειδοποίησε τη μητέρα της για την εξαφάνισή της.

Οι γονείς της Λέισι ειδοποίησαν την αστυνομία, η οποία ξεκίνησε έρευνες για τον εντοπισμό της. Στην έρευνα συμμετείχαν πάνω από 1.500 εθελοντές. Το θέμα έλαβε μεγάλη δημοσιότητα και οι γονείς της προσέφεραν αμοιβή 500.000 δολαρίων σε όποιον μπορούσε να παρέχει πληροφορίες. Ενώ ο σκύλος της οικογένειας βρέθηκε στη γειτονιά την επόμενη μέρα, η Λέισι ήταν άφαντη. Οι υποψίες στράφηκαν άμεσα στον Σκοτ, αν και η οικογένεια της κοπέλας δήλωνε ότι του είχε εμπιστοσύνη. Από την άλλη, η συμπεριφορά της τις τελευταίες μέρες πριν από την εξαφάνιση δεν πρόδιδε ότι η Λέισι ήθελε να φύγει οικειοθελώς. Ετοίμαζε με χαρά το παιδικό δωμάτιο για να υποδεχθεί τον γιο της, ενώ στο σπίτι βρέθηκε και το πορτοφόλι της.

Η συμπεριφορά του Σκοτ, όμως, δεν ήταν η αναμενόμενη για έναν σύζυγο που μόλις είχε χάσει την ετοιμόγεννη γυναίκα του. Ο ίδιος εισέπραξε ποσό 250.000 από ασφαλιστική εταιρεία όταν πληροφορήθηκε ότι η γυναίκα του ήταν έγκυος, ενώ αμέσως μετά την εξαφάνισή της πούλησε το αυτοκίνητό της κι έβαλε πωλητήριο στο σπίτι τους. Επιπρόσθετα, είχε εξωσυζυγική σχέση, στην οποία ανέφερε ότι ήταν χήρος κι αρνούνταν την επικοινωνία με τον οποιονδήποτε μετά την εξαφάνιση. Η κοπέλα με την οποία διατηρούσε παράνομη σχέση απευθύνθηκε κρυφά στην αστυνομία, υποστηρίζοντας ότι ο Σκοτ ήταν ύποπτος για την εξαφάνιση της Λέισι.

Τον Απρίλιο του 2003 έγινε η μακάβρια ανακάλυψη του πτώματος της Λέισι και του μωρού της σε ακτή του Σαν Φρανσίσκο. Καθώς στο σημείο εκείνο ψάρευε ο Σκοτ την περίοδο της εξαφάνισης, η αστυνομία άμεσα τον αναζήτησε στο σπίτι των γονιών του στο Σαν Ντιέγκο όπου είχε μετοικήσει. Ο Σκοτ είχε βάψει τα μαλλιά του ξανθά, είχε στην κατοχή του αρκετά μετρητά, πολλές πιστωτικές κάρτες, τέσσερα κινητά τηλέφωνα, εξοπλισμό κάμπινγκ και άδεια οδήγησης στο όνομα του αδελφού του, στοιχεία που συνηγορούσαν στο ότι ήταν έτοιμος να διαφύγει από τη χώρα. Τελικά, κατηγορήθηκε για τον φόνο της Λέισι και του αγέννητου παιδιού του σε μια δίκη που διήρκεσε περίπου έναν χρόνο. Εκείνος δεν παραδέχτηκε ποτέ ότι σκότωσε τη γυναίκα του, αλλά καταδικάστηκε σε θάνατο για φόνο πρώτου βαθμού για τον θάνατο της γυναίκας του και δευτέρου βαθμού για το αγέννητο μωρό. Βρίσκεται στην πτέρυγα των θανατοποινιτών στις φυλακές Σαν Κουέντιν.

Μετά την κυκλοφορία του βιβλίου και της ταινίας «Το κορίτσι που εξαφανίστηκε» -με πρωταγωνιστή τον Μπεν Άφλεκ στον ρόλο του Σκοτ-, η περιπέτεια της Denise Huskins τής απέδωσε τον τίτλο του πραγματικού «Gone Girl». Τα ξημερώματα της 23ης Μαρτίου του 2015, η Huskins και ο σύζυγός της ξύπνησαν από τις φωνές εισβολέων στο σπίτι στο Βαγιέχο της Καλιφόρνια. Οι εισβολείς έδεσαν το ζευγάρι, τους φόρεσαν μαύρα γυαλιά και τους ανάγκασαν να λάβουν ηρεμιστικά. Αφού πήραν μαζί τους την Denise, άφησαν τον σύζυγο να ακούει ηχογραφημένα μηνύματα, στα οποία αναφερόταν ότι η Denise θα επέστρεφε μετά από δύο μέρες κι ότι εάν εκείνος ειδοποιούσε την αστυνομία, θα την σκότωναν.

Οι απαγωγείς έκλεισαν την Denise στο αυτοκίνητο του συζύγου της και ταξίδεψαν αρκετές ώρες, ενώ εκείνη είχε πειστεί ότι θα πέθαινε. Ο σύζυγός της έλαβε ένα e-mail από τους απαγωγείς, οι οποίοι του ζητούσαν λύτρα 17.000 δολαρίων και παρά το γεγονός ότι του ζητήθηκε το αντίθετο, εκείνος απευθύνθηκε στην αστυνομία. Οι αστυνομικοί τον αντιμετώπισαν με δυσπιστία, θεωρώντας την ιστορία του τραβηγμένη. Τον έγδυσ@ν για να φωτογραφηθεί, τον ανέκριναν 18 ώρες και του έκαναν τεστ ανίχνευσης ψεύδους. Μετά από 2 μέρες, η Denise αφέθηκε ελεύθερη, αν και τα λίτρα δεν είχαν καταβληθεί.

Το ζευγάρι κατηγορήθηκε επίσημα από την αστυνομία ότι είχε σκηνοθετήσει την απαγωγή. Το Αύγουστο του 2015 δικαιώθηκαν, όταν η αστυνομία ερεύνησε την υπόθεση ενός μασκοφόρου εισβολέα 40 μίλια μακριά στην κομητεία Alameda της Καλιφόρνια. Οι αρχές εντόπισαν προσωπικά αντικείμενα του ζεύγους στην κατοχή του κατηγορούμενου, Matthew Muller, πρώην πεζοναύτη και δικηγόρο που είχε σπουδάσει στο Χάρβαρντ. Ο Muller ομολόγησε την ενοχή του και καταδικάστηκε σε 40 χρόνια φυλάκισης.

Μετά τον εντοπισμό του ενόχου, η αστυνομία της περιοχής του Vallejo μηνύθηκε από το ζεύγος Huskins και έγινε εξώδικος συμβιβασμός ύψους 2,5 εκατομμυρίων δολαρίων. Η αστυνομία αρκέστηκε στο να στείλει ένα απλό e-mail, ζητώντας συγγνώμη από το ζευγάρι, το οποίο για μεγάλο διάστημα βίωσε -και βιώνει- ψυχικό τραύμα από αυτή την περιπέτεια, ενώ διαπομπεύτηκε και δημόσια άδικα -όπως τελικά αποδείχθηκε.

Συντάκτης: Σοφία Γουρνά
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.