Πώς λέμε έρωτας με την πρώτη ματιά, κάτι αντίστοιχο υφίσταται και με την αντιπάθεια. Τι και αν δε σου έχει κάνει τίποτα, τι και αν μόλις συστήθηκε. Τίποτα εσένα άπαξ και δε σου γέμισε το μάτι, κάτι βρε παιδί μου σου έκατσε λάθος, ακόμα κι αν όλοι λένε πως είναι ο καλύτερος άνθρωπος του κόσμου, ο πιο αστείος, δεν αλλάζεις γνώμη. «Μα είναι καλό παιδί!» Ε, και; Όπως ερωτεύονται οι άνθρωποι με ένα μόνο άγγιγμα, με ένα μόνο χαμόγελο, κάπως έτσι κι αντιπαθούν.
Δε χρειάζονται πολλά, ένα βλέμμα, μια φράση, ένα συγκεκριμένο ύφος. Δε συμπαθούμε πάντα έναν συγκεκριμένο τύπο ανθρώπου, αντίστοιχα δεν αντιπαθούμε κι ακριβώς τους ίδιους χαρακτήρες. Μεγάλη αποθήκη αυτό το υποσυνείδητο, ευθύνεται για όλες τις αντιπάθειες που έχεις χτίσει μέσα σου. Αν μια νέα γνωριμία παρουσιάζει χαρακτηριστικά ανθρώπου που σε πλήγωσε, απευθείας ο οργανισμός σου προστατεύεται μόνος του και σου προκαλεί λόγω αυτού του κοινού χαρακτηριστικού μια μεγάλη αδιαφορία, δυσαρέσκεια.
Αντιπάθεια, λοιπόν, γένους θηλυκού, ενικού αριθμού, προσωπικού αριθμού, συγκεκριμένου. Πρόκειται για την έλλειψη συμπάθειας στο πρόσωπο κάποιου χωρίς απαραίτητα την εξωτερίκευση εχθρικής συμπεριφοράς. Αντιπαθώ δε σημαίνει εύχομαι να πάθει ο άλλος κάτι. Η έννοια της αντιπάθειας έγκειται στην απέχθεια και στην αδιαφορία, στην προσπάθεια να μη βρεθείς στον ίδιο χώρο με κάποια άτομα που σου δημιουργούν αρνητικά συναισθήματα. Το σώμα καμιά φορά μιλά από μόνο του. Η αντιπάθεια δεν κρύβεται! Η απέχθειά σου για ένα άτομο σε ωθεί στο να αποφεύγεις να του μιλάς και να σου μιλάει. Αν σου απευθύνει το λόγο αισθάνεσαι ένα περίεργο σφίξιμο, διότι νιώθεις να πλημμυρίζεις με αρνητική ενέργεια. Δεν μπορείς να τον κοιτάς στα μάτια, αφού είναι λες και σου πετάει βέλη. Δεν μπορείς να διαχειριστείς τον χαρακτήρα του κι οποιοδήποτε θετικό κι αν προσπαθούν να σου δείξουν οι υπόλοιποι, εσύ μένεις σ’ αυτό το συγκεκριμένο χαρακτηριστικό που δε σου κάνει.
Όχι δεν είναι μίσος, δεν έχεις αρνητικές σκέψεις. Αν δε σ’ ενοχλεί, δεν ασχολείσαι. Αν δεν τον βλέπεις, δε νοιάζεσαι. Δε θα δεις ποτέ τίποτα καλό πάνω του. Ωστόσο με βαριά καρδιά σε ορισμένα πράγματα που είναι παραδεκτά από όλους, όντας αντικειμενικός, συμφωνείς. Δεν είναι μένος. Δεν έχεις μέρα νύχτα στο μυαλό σου να τον καταστρέψεις, να τον πονέσεις, απλώς δε θες να συναναστρέφεσαι μαζί του. Είναι πιο απλό από ό,τ ι φαίνεται. Όταν αδιαφορείς για κάποιον δε σε ενδιαφέρει να βρεθείτε και σε κοινή παρέα. Ε, όταν τον αντιπαθείς, δεν επιθυμείς να τον βλέπεις, προσπαθείς να το αποφύγεις. Σε ενδεχόμενη συνάντηση φοράς αυτό το υπέροχο ειρωνικό και ψεύτικο χαμόγελο και μια μάσκα για να μην του πεις ξεκάθαρα, «φύγε, δεν μπορώ να σε βλέπω».
Άραγε μπορεί αυτός που αντιπαθείς να σε συμπαθεί; Η απάντηση είναι συνήθως αρνητική. Ό, τι εκπέμπουμε εμείς για κάποιον, αντίστοιχα κι αυτός εκπέμπει στην ίδια συχνότητα. Δεν είναι δυνατόν κάποιον να μη θες να τον βλέπεις κι αυτός να τρελαίνεται να σε δει. Κάπως αντιφατικό. Ακόμη και να συμβεί, δεν κρατάει για πολύ. Και είναι λογικό. Βέβαια και για σένα κάτι τέτοιο είναι λύτρωση, διότι όπως ακριβώς εσύ αποφεύγεις τις κοινές συναναστροφές μαζί του, έτσι θα τις αποφεύγει και αυτός. Όποτε κερδισμένος είσαι! Έτσι λειτουργούν οι ανθρώπινες σχέσεις! Είναι δούναι και λαβείν. Δίνεις αντιπάθεια, την παίρνεις πίσω. Δίνεις συναίσθημα χαράς σου ανταποδίδεται.
Οι πιο μεγάλοι έρωτες ξεκίνησαν από την αντιπάθεια. Από τη στιγμή που είπες «εγώ μ’ αυτόν, ούτε καν». Από εκείνη τη φορά που τον απέρριψες και σου δημιουργούσε δυσαρέσκεια η παρουσία του στον χώρο, ξεπήδησε η πρώτη σπίθα. Μια μάχη με τα όρια σου και τις αδυναμίες σου. Ένα τεστ υπομονής κι επιμονής. Αλλά τι να κάνεις, παίζεις αυτό το παιχνίδι. Ένα παιχνίδι που σε βγάζει από το comfort zone σου δημιουργώντας σου πρωτόγνωρα συναισθήματα που μόνο να σε διδάξουν μπορούν.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου