Η επικοινωνία δεν είναι πάντα εύκολο πράγμα. Δεν αποτελεί χαλαρή βολτούλα στην εξοχή. Καμιά φορά άλλα λέμε, άλλα εννοούμε, άλλα καταλαβαίνει ο άλλος. Άλλα λόγια ν’ αγαπιόμαστε. Τα μηνύματα, το λεγόμενο chatting των ημερών μας, είναι ο σύγχρονος και καθημερινός τρόπος με τον οποίο μιλάμε ο ένας με τον άλλον. Με οικογένεια, με φίλους, με το αμόρε, με το αφεντικό, σε ομαδικές ή ακόμη και μυστικές συνομιλίες, οι οποίες μετά από 10 δευτερόλεπτα εξαφανίζονται· είναι πλέον ο μόνιμος τρόπος ομιλίας.
Οι άνθρωποι σπάνια θα σηκώσουν το τηλέφωνο και θα πραγματοποιήσουν μια κλήση. Τα μηνύματα έχουν λύσει τα χέρια σε όλους όσους δεν μπορούν την κοινωνική αλληλεπίδραση της κλήσης. Αυτή την αμήχανη στιγμή που δε βρίσκεις τι να πεις για να κλείσεις και λες την ίδια passé δικαιολογία τύπου «θα μου καεί το φαγητό». Όμως τα μηνύματα δεν αποτυπώνουν κάποιες φορές -κι αυτές οι φορές είναι αρκετές- το ακριβές συναίσθημα που συνοδεύει κάθε λέξη. Κι ο λόγος εδώ πάει στις λεγόμενες μονολεκτικές ή πολύ μικρές απαντήσεις. Τι άραγε κρύβεται πίσω από αυτές; Ντρέπεσαι ή αδιαφορείς;
Φυσικά δε μιλάμε για απαντήσεις τύπου ναι ή όχι που δίνονται σε συγκεκριμένες ερωτήσεις, οι οποίες επιδέχονται μόνο τέτοιου είδους απόκριση. Το ερώτημα αυτό μας απασχολεί σε μια περίπτωση ολόκληρης συζήτησης που απαντάει κανείς μονολεκτικά. Μιλάς με κάποιον, αυτός σου αραδιάζει ένα κάρο πράγματα, συναισθήματα, βρισιές, το οτιδήποτε και οι δικές σου απαντήσεις περιορίζονται σε τρεις λέξεις. Και σε εκείνο το σημείο ακριβώς προβληματίζεται ο συνομιλητής. Αυτός στέλνει σεντόνια ολόκληρα κι εσένα η απάντησή σου είναι ένα «καλά τα λες».
Εκεί το πράγμα λίγο μπάζει. Δίκοπο μαχαίρι αυτή η απάντηση. Φέρνεις τον άλλον σε μια παράξενη θέση να αναρωτιέται, αν νοιάζεσαι κι απλώς δεν ξέρεις τι να πεις ή τον γράφεις και λίγο στα παλιά σου τα παπούτσια τον άνθρωπο και δεν ξέρεις πώς να τον ξεφορτωθείς. Με λίγα λόγια δεν είναι πάντα πολύ ξεκάθαρο το απλό, λιτό, σύντομο μήνυμα και κάποια πράγματα θέλουν μια κάποια εμβάθυνση, για να βοηθηθεί κι ο άλλος, να κατανοήσει.
Γενικά οι μικρές κοφτές απαντήσεις δείχνουν μια αδιαφορία ως πρώτη ανάγνωση. Ειδικά στην περίπτωση του φλερτ. Πάντα περιμένεις από το άτομο που συνομιλείς, να απαντήσει κάτι μεγάλο ή κάτι που θα δείχνει μια τάση να συνεχιστεί αυτή η κουβέντα, προσθέτοντας την πινελιά του. Με ένα ξερό “οκ” και εκατό χιλιάδες χαχανητά δε συνέκλιναν ποτέ δύο ζωές. Συνήθως, ορισμένες τέτοιες απαντήσεις παραπέμπουν σε μια προσπάθεια αποφυγής κάποιου, χωρίς να θες βέβαια να γίνεις αγενής διαλέγοντας να μην απαντήσεις καθόλου, αλλά στέλνεις και το υπονοούμενο ότι δεν ψήνεσαι κιόλας. Μυρίζει αδιαφορία γενικά κι όχι ιδιαίτερο ενδιαφέρον.
Από την άλλη βέβαια μπορεί να ντρέπεται κάποιος ή να μην το έχει και τόσο με τον γραπτό λόγο, φοβούμενος ότι θα παρεξηγηθεί λοιπόν, να διαλέγει μια πιο σέιφ και λιτή προσέγγιση. Υπάρχει και αυτή η κατηγορία ανθρώπων. Ενώ θέλει, δεν ξέρει τι να πει. Πώς να συνεχίσει μια κουβέντα και τι να απαντήσει. Καταλήγει να μάθει όλες τις φατσούλες του πληκτρολογίου, να στέλνει όλα τα gif σε μια απεγνωσμένη προσπάθεια να βρει τρόπο να δείξει το ενδιαφέρον του και να συνεχίσει αυτήν την επαφή. Δεν του είναι εύκολο. Προσπαθεί τόσο πολύ κι ας μοιάζει με αδιαφορία, δεν είναι. Είναι ο δικός του τρόπος επικοινωνίας, η δική του προσπάθεια. Κάπως αντισυμβατική, κάπως αντικοινωνική φαινομενικά, αλλά συμβαίνει. Κάποιοι δεν έχουμε έμφυτα όλα τα επικοινωνιακά χαρίσματα, δώστε λίγο χρόνο να λυθούμε.
Τα μηνύματα λοιπόν μπορεί να μην είναι πάντα ξεκάθαρα. Αν θέλετε περισσότερες διευκρινίσεις, ρωτήστε. Δεν είναι κακό. Καλύτερα να είναι κανείς σίγουρος με το «τι θέλει να πει ο ποιητής», παρά να υπάρχουν παρεξηγήσεις. Να χάνονται άνθρωποι κι ευκαιρίες. Δώστε χώρο, δώστε χρόνο γιατί όλοι το αξίζουν. Κι από όλους κάτι έχουμε να πάρουμε, ακόμα κι από τους πιο αδιάφορους. Από το να κάνουμε σενάρια και να βασανιζόμαστε, ας ξεδιαλύνουμε το τοπίο. Λέξεις είναι, θα την κάνουν τη δουλειά τους.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου