Όσες γυναίκες κι αν γνώρισα, ήρθε η στιγμή που μπήκε στη ζωή μου η μία και μοναδική. Αυτή που την άλλαξε με ένα της στραβό χαμόγελο και μια γκριμάτσα. Τη θυμάμαι να είναι ξαπλωμένη μέσα σε ένα κουβάρι σεντόνια, με κλειστά τα μάτια, στο χώρο με τα νεογνά κι ο σφυγμός μου άλλαξε παίζοντας ένα σόλο ντραμς α καπέλα. «Δεν μπορεί να είναι δικό μου αυτό το πλασματάκι» είπα μέσα μου.

Την επεξεργάστηκα πρώτα με τα μάτια, μελετώντας όλες τις μικρές λεπτομέρειες απ’ την κορφή μέχρι τα νύχια. Κεραυνοβόλος έρωτας. Αυτά τα μικρά δαχτυλάκια, τα φουσκωτά μαγουλάκια που έκλειναν τα μάτια της. Αχ αυτά τα μάτια της. Την έπιασα στα χέρια μου δειλά –έτσι εύθραυστη που ήταν– και πήρα μια τζούρα μυρωδιάς απ’ το λαιμό της. Η πιο ωραία μυρωδιά σε ολόκληρο τον κόσμο. Αν μπορούσα θα έφτιαχνα κολόνια με τη μυρωδιά της και θα τη φορούσα όλη μέρα.

Μεγαλώνοντας, μεγάλωσα κι εγώ μαζί της. Έχτισα συναισθήματα που δεν μπορείς να τα βρεις σε κανέναν άλλο άνθρωπο, εκτός απ’ το ίδιο σου το παιδί. Ένα δέσιμο αλλιώτικο απ’ όλα τα άλλα. Ένας γόρδιος δεσμός που κουβαλάς για πάντα και δε θες να λυθεί ποτέ. Ένα γέμισμα ψυχής που όσο και να το ψάξεις κάπου αλλού, στο εγγυώμαι δε θα το βρεις.

Όταν έπεφτε και χτυπούσε, εγώ πονούσα πιο πολύ μέσα μου κι όταν χαιρόταν κι ενθουσιαζόταν με ένα καινούργιο παιχνίδι, τα αισθήματα διπλά για μένα. Υποσυνείδητα νόμιζα ότι θα μπορούσα να μοιραστώ τον πόνο της και να τον κάνω μισό και με ένα γέλιο μου να διπλασιάσω τη χαρά της. Αφού γίνεις γονιός, ο φόβος και το άγχος γίνονται δεύτερη φύση σου. Αλλά μη σε τρομάζει αυτό. Τα συναισθήματα υπερνικούν όλους τους φόβους σου.

Το πιο έντονο συναίσθημα το ένιωσα ένα βράδυ, όταν μου έσφιξε το δάχτυλο με το χεράκι της και σταμάτησε να κλαίει. Ασυναίσθητα την έκανα να νιώθει ασφάλεια, λες και το δάχτυλό μου ήταν κάποιου είδους όπλο. Το συναίσθημα της ασφάλειας ήταν αμοιβαίο όμως για έναν παράξενο λόγο. Κρατώντας την ένιωθα δυνατός σαν δεύτερος σούπερμαν. Κανένας δεν μπορούσε να με νικήσει όσο την είχα δίπλα μου. Κανένας και τίποτα. Αν θα σκότωνα για χάρη της; Το μόνο σίγουρο!

Πόσες φορές σηκώθηκα μες στο βράδυ για να δω αν αναπνέει. Αν όλα είναι καλά. Το άγχος όταν ήταν κάπου αλλού με κυρίευε και γεννούσα τρελά σενάρια στο μυαλό μου σαν κορυφαίος σεναριογράφος. Τι κάνει τώρα; Έφαγε; Κρυώνει; Μήπως την απήγαγαν; Ερχόταν όμως η στιγμή που την έβλεπα ξανά και το άγχος κι οι χαζές σκέψεις χάνονταν ως δια μαγείας όταν τα βλέμματά μας και το συγχρονισμένο χαμόγελό μας συναντιόταν. Μια «αγνή καψούρα» όπως συνηθίζω να την αποκαλώ.

Ερωτεύτηκα και πόνεσα γι’ αυτήν. Έκλαψα σαν μικρό παιδί όταν πονούσε η κοιλίτσα της γιατί ένιωθα ανήμπορος, σαν να είχα δεμένα χέρια. Είδα τον εαυτό μου μέσα στα μάτια της και το μέλλον έμοιαζε αισιόδοξο. Ονειρεύτηκα για αυτή το μέλλον της και το σχεδίασα προσεχτικά σαν να το προκαθορίζω από τώρα.

Πολλές στιγμές, έντονες και χαλαρές έχω να θυμάμαι κι ακόμα τόσες να ζήσω μαζί της. Καλές και κακές, όπως και να έρθουν, όλες έχουν τη χάρη τους και μαθήματα να σε διδάξουν σαν γονιό. Να, τώρα θυμάμαι που η μάνα μου, μου έλεγε το κλασσικό «Θα κάνεις παιδιά και θα δεις πώς είναι». Πόσο μου τη δίνει όταν έχει πάντα δίκιο.

Είμαι ευτυχισμένος γιατί όταν θα έρθει εκείνη η στιγμή του αποχωρισμού, θα με φιλήσει στο μάγουλο τρυφερά και θα μου πει «Μπαμπά μου». Ακόμα κι όταν φύγω απ’ αυτόν τον κόσμο, θα ξέρω ότι ένα κομμάτι μου έμεινε και θα συνεχίσει να ζει μέσα απ’ αυτόν τον άνθρωπο που τόσο αγάπησα και με αγάπησε. Μία ανιδιοτελής αγάπη χωρίς φραγμούς κι όρια.

 

Επιμέλεια Κειμένου Παναγιώτη Καπτζιλή: Πωλίνα Πανέρη

Συντάκτης: Παναγιώτης Καπτζιλής