Η πόλη αρχίζει να σκοτεινιάζει κι ο κόσμος εγκαταλείπει και το τελευταίο παγκάκι της πλατείας. Ο μόνος μόνιμος κάτοικος της: Εγώ. Κάτω από τα αδιάκριτα βλέμματα των περαστικών πλησιάζω το παγκάκι στην άκρη της πλατείας, ανοίγω μια χάρτινη κούτα, τη στρώνω και ξαπλώνω πάνω της. Το κρύο με διαπερνάει αμέσως, κάνω μια κίνηση να τραβήξω την κουβέρτα λίγο πιο πάνω και μετά θυμάμαι.
Θυμάμαι πως την κουβέρτα μου την έδωσα σε μια μητέρα που προσπαθούσε να κρατήσει το μωρό της ζεστό σκεπάζοντας το με ό,τι μπορούσε να βρει στα σκουπίδια. Δεν το σκέφτηκα στιγμή. Σηκώθηκα, την πλησίασα, πήρα το μωρό στην αγκαλιά μου το τύλιξα με την κουβέρτα και το ξαναέδωσα πίσω σ’ εκείνη. Δε μου μίλησε όμως τα μάτια της μου έλεγαν ένα από τα πιο βροντερά ευχαριστώ που έχω ακούσει στη ζωή μου. Δε μίλησα κοίταξα για μια τελευταία φορά το μικρό που είχε πια αποκοιμηθεί στη ζεστασιά της κουβέρτας και απομακρύνθηκα.
Η νύχτα προχωράει, όμως, εγώ δεν μπορώ να κοιμηθώ. Σήμερα συμπληρώνεται ένας χρόνος που ζω στους δρόμους. Ένα χρόνο πριν είχα κι εγώ σπίτι όπως όλοι οι άλλοι, είχα φίλους και ζούσα με όλες τις ανέσεις. Το μόνο που μ’ ενδιέφερε ήταν να βγαίνω και να περνάω καλά. Τα λεφτά δεν ήταν ποτέ πρόβλημα. Σπάταλη από μικρή δε δίσταζα να χαλάσω μικροποσό αλλά ούτε και μεγαλοποσά προκειμένου να είμαι πάντα στη μόδα και να κυκλοφορώ με τα τελευταία τεχνολογικά μοντέλα. Για φτώχεια ούτε λόγος. Η μόνη επαφή με το φαινόμενο αυτό ήταν εικόνες που κατά καιρούς πρόβαλλαν τα ΜΜΕ και αυτές δεν μπορώ να πω ότι μ’ ευαισθητοποιούσαν ιδιαίτερα. «Ήθελαν και τα έπαθαν» συνήθιζα να λέω κάθε φορά που κάποιος μου έδειχνε στο δρόμο κάποιον επαίτη ή άστεγο.
Ποιος να μου το έλεγε ότι ένα χρόνο μετά θα σηκωνόμουν κάθε πρωί από τον ήχο των καθαριστικών του Δήμου που λειτουργούν ως υπενθύμιση της νέας μου ζωής. Πλέον εγώ είμαι ο επαίτης και κάθε πρωί κάθομαι σε μια γωνία της λεωφόρου παρακαλώντας για μια μικρή βοήθεια προκειμένου να επιβιώσω. Συχνά περνάνε από μπροστά μου και γνωστοί. Κοντοστέκονται για λίγο, αφήνουν κάτι παραπάνω, έτσι για να βγάλουν την υποχρέωση και συνεχίζουν το δρόμο τους σαν να μη με είδαν ποτέ. Άλλοι μου μιλούν για βοήθεια, όμως, αυτή η βοήθεια δεν έρχεται σχεδόν ποτέ.
Έχω χάσει 20kg από πέρυσι. Περνάνε μέρες ολόκληρες δίχως να φάω. Κρυώνω, πεινάω και ώρες-ώρες με πιάνει το παράπονο. Γιατί να είμαι σ ‘αυτήν τη θέση; Γιατί ξαφνικά να τα χάσω όλα; Κι ένα σωρό ακόμα γιατί.
Δε μου κρατάει πολύ. Σύντομα επανέρχομαι στα λογικά μου. Ναι η ζωή στο δρόμο είναι δύσκολη και ζηλεύω όλους αυτούς που έχουν ένα κρεβάτι να κοιμηθούν, ένα πιάτο ζεστό φαΐ να φάνε. Όμως ο τελευταίος χρόνος μου έδωσε πίσω κάτι που από καιρό είχα χάσει. Την ανθρωπιά μου! Την αλληλεγγύη και το ενδιαφέρον μου για τον διπλανό μου.
Κάποτε δε μοιραζόμουν ούτε το ίδιο δωμάτιο με κάποιον και πλέον δε διανοούμαι να κοιμηθώ στο παγκάκι μου πριν σιγουρευτώ ότι κάποιος άλλος δεν το έχει ανάγκη. Ανθρωπιά. Γι’ αυτό πλέον έπαψα να ζηλεύω όλους αυτούς τους τάχα ευτυχισμένους και πετυχημένους που περνούν κάθε μέρα από μπροστά μου. Μπορεί να έχουν τα πάντα, όμως, στην ουσία είναι φτωχοί. Φτωχοί από συναισθήματα και από ανθρωπιά. Και αυτή είναι η χειρότερη φτώχεια. Δεν ξέρουν τι θα πει αλληλεγγύη ή πως είναι αυτό το συναίσθημα της πλήρωσης που νιώθεις όταν βοηθάς κάποιον. Και δε θα το μάθουν ποτέ. Θα συνεχίσουν τη ζωή τους κυνηγώντας την ύλη και όχι την επαφή.
Ο ήλιος αρχίζει ν’ απλώνει ξανά τις αχτίδες του στη μικρή μου πλατεία. Ξημερώνει. Οι λίγοι περαστικοί περνούν βιαστικά για να προλάβουν. Να προλάβουν όλα αυτά που χάνουν στην προσπάθειά τους για να κερδίσουν όλο και περισσότερα. Κλείνω τα μάτια και απολαμβάνω τη σιγή. Δεν κρυώνω πια και ας ξεπαγιάζουν τα γυμνά μου πόδια. Νιώθω μια εσωτερική ζεστασιά που δεν μ’ αφήνει να με πάρει από κάτω. Χαμογελάω. Άλλη μία μέρα ξεκινά. Άδραξε την, σκέφτομαι. Γιατί για κανέναν δεν είναι σίγουρο το αύριο. Οπότε μην το περιμένεις. Η ζωή προχωράει και δεν περιμένει κανένα. Κυνήγα τη λοιπόν για να λες ότι εγώ έζησα και δεν επιβίωσα απλά.
Ξημέρωσε! Σηκώνομαι να ξεπιαστώ και στ’ αυτιά μου ηχούν σε επανάληψη τα λόγια του Oscar Wilde: «Το να ζεις είναι το πιο σπάνιο πράγμα στον κόσμο.»
Επιμέλεια Κειμένου: Πωλίνα Πανέρη