Για τους φίλους ήταν ένα κορίτσι ατίθασο που έγινε μια γυναίκα που ήξερε τι ήθελε. Για την οικογένειά της ήταν μια ψυχή ελεύθερη, ένα αερικό που δεν άντεχε να συμβιβαστεί, δεν μπορούσε να χωρέσει πουθενά. Για όσους την έβλεπαν πρώτη φορά ήταν μια πολύ εντυπωσιακή παρουσία, που αφού κατάφερναν να κερδίσουν το ενδιαφέρον της και να της ξεκλέψουν μερικές κουβέντες, καταλάβαιναν πως ήταν πολλά περισσότερα από μια ωραία εικόνα. Για εκείνη; Για την ίδια τι ήταν;
Προσπαθούσε να καταλάβει, να δει τι πραγματικά ήταν. Σίγουρα είναι πολύ θετικό να γνωρίζεις τον ίδιο σου τον εαυτό, τα μειονεκτήματά σου, τα πλεονεκτήματά σου, έτσι ώστε να μπορέσεις να τα χρησιμοποιήσεις την κατάλληλη στιγμή, στους κατάλληλους ανθρώπους και να κερδίζεις παρτίδες.
Για κάποιον λόγο, όμως, δεν μπορούσε. Δεν αναγνώριζε κοινά χαρακτηριστικά σε καταστάσεις, σε ανθρώπους, σε συνθήκες. Όχι, σίγουρα δεν ήταν ένα μόνο πράγμα, θα ήταν αφόρητο για την ίδια, αλλά και πάλι, πόσα θα μπορούσε να είναι για να έχει ισορροπία ως άνθρωπος; Πώς θα μπορούσε να βρει αυτήν την πολυπόθητη ηρεμία που όλοι αναζητούνε;
Και τότε είναι που άρχισε να αντιλαμβάνεται. Έβαλε ένα ποτήρι κρασί, πήρε τα τσιγάρα της, έβαλε την αγαπημένη της μουσική να σιγοπαίζει κι άφησε το μυαλό της να ανατρέξει σε μνήμες, μακρινές ή ίσως και κοντινές αναμνήσεις. Καμία ιστορία κοινή, όλες αυτόνομες, ολοκαίνουριες, ζωντανές∙ εκεί μπροστά στα μάτια της. Ξαφνικά απόρησε, κοιτώντας το ποτήρι της συνειδητοποίησε αυτό που μέχρι τώρα έψαχνε∙ οι ιστορίες της δεν είχαν κοινά χαρακτηριστικά, αλλά αυτή είχε μια συγκεκριμένη τακτική. Έφευγε, ναι, αυτό ήταν που τη χαρακτήριζε σε κάθε φάση της. Είχε τάσεις φυγής.
Δεν ήταν ότι δεν ένιωθε ή ότι δεν την ένοιαζε. Έδινε τον εαυτό της ολόκληρο κάθε φορά. Δεν είχε πληγωθεί, ήταν απ’ τους τυχερούς, είχε πάρει μόνο αγάπη, πολλή αγάπη, όμως, εκείνη δεν ήταν φτιαγμένη γι’ αυτό. Δεν ήθελε ηρεμία, δεν ήθελε καθημερινότητα, ήθελε μαγεία, ήθελε σώματα να τρέμουν σαν την πρώτη φορά, ανάσες να κόβονται, μάτια να λάμπουν.
Ήθελε τα πάντα γιατί τα άξιζε, δεν άντεχε τα λιγότερα. Δεν ήθελε μέτρια πράγματα. Ήθελε αυτήν την αγάπη που σε μεταμορφώνει, που σε κάνει να ανακαλύπτεις πτυχές του εαυτού σου που δεν ήξερες ότι έχεις. Όρια, αντιδράσεις, συμπεριφορές∙ τα ζούσε όλα έντονα, άγρια, χωρίς τρόπους και δεύτερες σκέψεις -όπως εκείνη.
Και εκεί κάπου, ανάμεσα σε ένα ακόμα ποτήρι κρασί και μερικά τσιγάρα παραπάνω, κατάλαβε ότι δε χρειαζόταν να καταλάβει κι ότι είναι ωραίο να φεύγεις, γιατί αν μπορούσαν να σε κρατήσουν θα ήσουν ακόμα εκεί.
Γιατί περίμενε αυτόν τον ένα, όχι αυτόν που θα την παρακαλούσε να μείνει, αυτόν που θα έπαιρνε κάθε τέτοια σκέψη απ’ το μυαλό της πριν καν δημιουργηθεί…
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη