Νύχτα. Πίσσα σκοτάδι. Απόλυτη ησυχία. Δεν περπατάει άνθρωπος γύρω σου. Μα πού είσαι; Περπατάς μέχρι να βρεις ένα μέρος που να θυμίζει λίγη ζωή. Ο φόβος σε έχει κατακλύσει. Ξαφνικά βλέπεις ένα σπιτάκι με φως. Επιτέλους! Τρέχεις προς τα εκεί, με μια χαρά ανείπωτη, να βρεις έναν άνθρωπο, να καταλάβεις τι γίνεται.

Λαχανιασμένος, αλλά ανυπομονώντας να τελειώσει όλο αυτό, χτυπάς την πόρτα. Μετά από τρία χτυπήματα η πόρτα ανοίγει, μα τι είναι αυτό; Λευκή ποδιά; Μάσκα; Και τι κρατάει στο χέρι του; Τροχό; Ξεκινάς να τρέχεις ξανά προς το άγνωστο μήπως και σωθείς. Και τρέχεις και τρέχεις. Ξυπνάς κάθιδρος. Ουφ, ανακούφιση. Εφιάλτης ήταν.

Σηκώνεσαι και πλένεις τα δόντια σου άλλη μια φορά για καλό και για κακό. Ποιος πάει τώρα οδοντίατρο; Κι αυτή είναι η πιο ώριμη αντιμετώπιση που θα μπορούσε να έχει κάθε λογικός άνθρωπος στη σκέψη αυτού του επαγγέλματος και στην πραγματική ζωή. Δεν είναι τυχαίο που όταν σε πονάει το δόντι σου, η πρώτη συμβουλή που σου δίνουν εδώ και χρόνια είναι να πιεις ούζο, τσίπουρο, κάτι σε βαρύ αλκοόλ, βρε αδερφέ!

Σε πονάει το πόδι σου, σου λένε βάλε λίγο πάγο, ξεκούρασέ το κι άμα επιμείνει, να πας να το δει ένας ορθοπεδικός. Έχεις πυρετό, γρίπη, ίωση σου λένε πάρε κανένα χάπι κι αν τα συμπτώματα επιμένουν, να πας στον παθολόγο. Πονάει το δόντι σου, ξεκινάς να ψάχνεις γιατροσόφια. Δεν μπορεί, κάτι θα υπάρχει να περάσει. Πηγαίνεις στο φαρμακείο, προμηθεύεσαι ό,τι μπορεί να έχει εφευρεθεί για να περάσει ο πόνος. Από χάπια μέχρι παστίλιες για τον πόνο του άλλου. Δε σε πιάνει τίποτα, πρήζεσαι, πονάς, αλλά κάνεις υπομονή.

Πίνεις ούζο, τσίπουρο, κατεβάζεις μια κάβα, έχεις το ζόρι σου, έχεις και να εξηγείς σε κάθε κουβέντα συμπαράστασης ότι δεν πίνεις για χαμένους έρωτες, αλλά γιατί αυτός ο φρονιμίτης συμπεριφέρεται χειρότερα ακόμα κι από κάθε λάθος επιλογή σου. Δε γίνεται, κάτι πρέπει να κάνεις. Αποφασίζεις μετά από μέρες, άπειρες αποτυχημένες απόπειρες, ένα διαλυμένο συκώτι κι εικοσιπέντε μεθυσμένα μηνύματα ότι πρέπει να ξεπεράσεις το φόβο σου και να πας να σε δει ένας ειδικός· τι ανωριμότητες είναι αυτές, σιγά μη φοβηθείς τώρα έναν οδοντίατρο.

Με βαριά καρδιά κλείνεις ραντεβού. Αποχαιρετάς τη μάνα σου, κάνα-δυο συγγενείς, την παρέα και συνεχίζεις. Δεν είναι να παίζεις μ’ αυτά, ποτέ δεν ξέρεις τι μπορεί να γίνει. Χτυπάς την πόρτα, ανοίγει και διστακτικά μπαίνεις μέσα. Δεν έχει άλλον άνθρωπο. Λογικό, σκέφτεσαι, κοιτώντας την καρέκλα του. Την ηλεκτρική καρέκλα οδοντίατρος την εφηύρε∙ σύμπτωση; Όχι αυτή του μασάζ, την άλλη. Αρχίζεις και σκέφτεσαι τελευταίες επιθυμίες, ζητάς μια πρόχειρη άφεση αμαρτιών, δεν μπορεί, κάτι θα πιάσει. Δυστυχώς, στο λέω εγώ, τίποτα δεν πιάνει. Θα το κάνεις το ραντεβού. Σκέψου, όμως, ότι υπάρχουν και χειρότερα. Εγώ τον έχω νονό!

Όπως όλα είναι στο μυαλό μας, έτσι κι ο φόβος για τον οδοντίατρο είναι κάτι που πρέπει όλοι μας να δουλέψουμε για να το αποβάλλουμε γιατί δυστυχώς, όπως και να το δεις, ο οδοντίατρος είναι αναγκαίο «κακό» -ή και καλό, πάντα θα μας κυνηγάει αυτή η προκατάληψη κι αυτά τα εργαλεία δε βοηθάνε.  Γι’ αυτό, πλένουμε τα δοντάκια μας τουλάχιστον δύο φορές τη μέρα και κάνουμε και καμιά προσευχή καλού κακού.

 

Υ.Γ. Νονέ, συγγνώμη! Δεν μπορούσα να πω ψέματα. Αν με διαβάζεις, σ´ αγαπώ πολύ! Κι είσαι ο καλύτερος απ´ όλους!

Συντάκτης: Λίνα Καράτση
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη