«Σ’ αγαπώ»∙ υπάρχει, άραγε, στον κόσμο πιο δυνατή φράση από αυτήν; Δύο λέξεις τόσο ισχυρές και με τόσα φανερά αλλά και κρυμμένα νοήματα μαζί. Λες «σ’ αγαπώ» και γεμίζει το στόμα σου κι η ψυχή σου. Μέσα σε δύο λέξεις μόνο εναποθέτεις στον παραλήπτη του όλα τα συναισθήματα που νιώθεις γι’ αυτόν, τις ελπίδες σου να μπορέσει να κάνει ακόμα καλύτερο τον κόσμο σου αλλά κι όλες τις ανασφάλειες και τις φοβίες που μπορεί να έχουν δημιουργηθεί παλαιότερα, με μοναδικό σκοπό να μπορέσει να τις εξαφανίσει, να σε κάνει να πιστέψεις ξανά σε αυτή τη συμπαντική δύναμη που φέρνει κοντά τους ανθρώπους που πρέπει να ‘ναι μαζί. Να πιστέψεις στην αλήθεια του «ποτέ» και στην ένταση του «πάντα».
«Σ’ αγαπώ» λες κι αυτή τη σπίθα στα μάτια σου τη μεταφέρεις στο πρόσωπο που απευθύνονται οι λέξεις σου. Και δεν υπάρχει σπουδαιότερη στιγμή για τον ερωτευμένο από αυτήν, τη μαγική στιγμή που ακούει κάτι τέτοιο απ’ το αντικείμενο του πόθου του. Σαν να βρίσκει ξανά νόημα κάθε μικρή ή μεγάλη πράξη, αφού υπάρχει αγάπη. Κι όλα τα σπασμένα κομμάτια παίρνουν ξανά την αρχική τους μορφή.
Και ξαφνικά, το «σ’ αγαπώ» το συνοδεύει μία λέξη παράταιρη. Μία λέξη που δε θα ‘πρεπε να έρχεται μετά από μια τόσο δυνατή εξομολόγηση. Δεν της αρμόζει. Δημιουργείται έτσι ένα σχήμα οξύμωρο. «Σ’ αγαπώ, αλλά κουράστηκα/ βαρέθηκα/δεν πάει άλλο/φεύγω». Όποια κι αν είναι τα λόγια που συνοδεύουν αυτό το «αλλά», δεν έχουν καμία σημασία. Κανένας δεν μπορεί να πιέσει κανέναν να παραμείνει σε μια κατάσταση που τον πνίγει, που δεν τον κάνει πια να περνάει καλά.
Δεν ταιριάζουν όλοι με όλους και γι’ αυτό χωρίζουν οι άνθρωποι, άλλοι το συνειδητοποιούν πιο γρήγορα και σ’ άλλους τους παίρνει καιρό. Ο ενθουσιασμός, ο έρωτας, ο πόθος, η έλξη και πολλά άλλα δυνατά σε ένταση αλλά αδύναμα σε διάρκεια συναισθήματα μπορούν να μπερδέψουν τον άνθρωπο που τα αισθάνεται, ώστε να τα εξισώσει με την αγάπη. Έτσι, μη αντέχοντας την ένταση που βιώνει, βιάζεται να τα εκφράσει και χρησιμοποιεί φράσεις όπως το «σ’ αγαπώ». Και μπερδεύονται κι άλλο οι άνθρωποι, και πιάνονται από λόγια για να ηρεμήσουν το θηρίο μέσα τους. Το πληγωμένο εκείνο αγρίμι που ημερεύει μόνο με αγάπη κι αγάπη ζητά σε κάθε έκφανση και με κάθε αφορμή.
Το «σ’ αγαπώ» σου να το ζυγίζεις πριν το πεις. Φέρει πάνω του ευθύνες που θα πρέπει να ‘σαι διατεθειμένος να τις αντιμετωπίσεις. Δε χωράει κανένα «αλλά» μετά από μια τέτοια δήλωση. Μετά το «σ’ αγαπώ» μπαίνει μονάχα μία τελεία ή ένα θαυμαστικό κι ακολουθούν οι αντίστοιχες πράξεις. Όσα λόγια και να πεις, αν δεν τα εννοείς, θα φανεί στις κινήσεις και στη συμπεριφορά σου. Γιατί η αγάπη δεν είναι ένα συναίσθημα που φθίνει, μόνο αυξάνεται και το «αλλά» αυτό αποδυναμώνει κι αναιρεί ό,τι κι αν έχει ειπωθεί πιο πριν.
Ο λόγος που πληγώνονται οι άνθρωποι είναι γιατί συνήθως έχουν ορθάνοιχτα τα αφτιά τους και σπανίως παρατηρούν όσα θα ‘πρεπε με τα μάτια τους ή τα δικαιολογούν όλα με μοναδικό σκοπό να παρατείνουν μια εύπεπτη «αγάπη».
Γι’ αυτό να τις μετράς τις λέξεις σου. Γιατί θα ‘ρθει η ώρα που θα καταλάβεις ότι κανένα «σ’ αγαπώ» που άκουσες ή που έχεις πει ο ίδιος δεν έβγαζε νόημα πιο πριν. Γιατί τα λόγια μερικές φορές είναι πολύ φτωχά. Και γιατί δε θα ‘χεις πια καμία αμφιβολία για το τι υπάρχει ανάμεσα σε σένα και στον άνθρωπό σου.
Γιατί «Τι είναι η αγάπη; Δεν είναι συμπόνια μήτε καλοσύνη. Στη συμπόνια είναι δύο, αυτός που πονά κι αυτός που συμπονάει. Στην καλοσύνη είναι δύο, αυτός που δίνει κι αυτός που δέχεται. Μα στην αγάπη είναι ένα. Σμίγουν οι δύο και γίνονται ένα. Δεν ξεχωρίζουν. Το εγώ κι εσύ αφανίζονται. Αγαπώ θα πει χάνομαι» – Νίκος Καζαντζάκης.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη