Μετά από καιρό (λίγο ή πολύ) κανονίζεται, επιτέλους, αυτό το πολυπόθητο night out με τα κολλητάρια. Λίγο η δουλειά, λίγο οι υποχρεώσεις, λίγο η καθημερινότητα, είτε έγινε εχθές είτε πριν από ένα μήνα, η βραδιά αυτή ξεχωρίζει πάντα κι εξασφαλίζει ιδιαίτερη θέση και στις καρδιές μας αλλά και σε ‘κείνο το κουτάκι που ‘χουμε μέσα μας, αυτό των αναμνήσεων.
Όλοι λίγο-πολύ αγαπούν κι έχουν μια ιδιαίτερη προτίμηση στα στέκια τους. Μαγαζιά που έχει κάποιος φίλος ή κι αρχικά άκυρα που, στην πορεία, έγιναν φίλοι οι ιδιοκτήτες και το προσωπικό, γιατί μας έβλεπαν πιο πολύ κι απ’ το ίδιο μας το σπίτι. Ο χώρος σε κάνει να αισθάνεσαι άνετα, η περιοχή που βρίσκεται βολεύει, γιατί είναι κοντά στη γειτονιά ή τη δουλειά σου, παίζει τη μουσική που γουστάρεις, οι σερβιτόροι σου φτιάχνουν τη διάθεση κι ο μπάρμαν κάνει τέλεια κοκτέιλ -κι αυτοί είναι μερικοί πολύ καλοί λόγοι για να ξημεροβραδιάζεσαι εκεί. Σε περιποιούνται, σου μιλάνε φιλικά, μπαίνεις στο μαγαζί και χαιρετάς απ’ το προσωπικό ως και τους πελάτες.
Ωραία η αίσθηση οικειότητας κι όταν συνοδεύεται κι από αυτήν την έξτρα προσοχή που δίνουν οι άνθρωποι σε αυτούς που θεωρούν δικούς τους, bingo! Τι γίνεται όμως με το στοιχείο της έκπληξης; Πόσο μπορείς να βγαίνεις στο ίδιο μέρος χωρίς να νιώθεις την ανάγκη να γνωρίσεις άλλα μαγαζιά, να συναναστραφείς άλλον κόσμο, να χαζέψεις άγνωστες μούρες, να δοκιμάσεις νέες γεύσεις;
Κάπου εκεί, στη βαρεμάρα της ρουτίνας και την ανάγκη για ανανέωση, έρχεται η ιδέα της μπαρότσαρκας. Αποφασίζετε με την παρέα να ανακαλύψετε όσα περισσότερα μπαράκια αντέχετε σε μία βραδιά. Σκοπός δεν είναι να γυρνάς από μαγαζί σε μαγαζί μέχρι να βρεις αυτό που σ’ αρέσει πιο πολύ για να καταλήξεις εκεί, αλλά να δίνεις ευκαιρίες σε μέρη που μπορεί να σε κερδίσουν, μπορεί κι όχι.
Επιλέγετε ιδανικά μια περιοχή με πολλά μαγαζιά και προσπαθείτε απ’ έξω να κόψετε κίνηση για να αποφασίσετε αν θα μπείτε ή όχι. Κι έστω ότι βρήκατε από πού θα κάνετε την αρχή. Παραγγέλνετε τα ποτά σας, δοκιμάζετε την αύρα και την ατμόσφαιρα του χώρου, ρίχνετε και δυο-τρεις ματιές στους θαμώνες και κάπως έτσι υπολογίζετε τη διάρκεια της παραμονής σας στο χώρο. Δε σας αρέσει; Μαζεύετε τα κουβαδάκια σας και σε άλλη παραλία. Τόσο απλά και τόσο αποτελεσματικά.
Στόχος της μπαρότσαρκας είναι να περάσεις καλά, να δοκιμάσεις νέους χώρους, άλλες μουσικές, να δεις άγνωστες φυσιογνωμίες και να συναναστραφείς καινούριο κόσμο. Αν κάτι δε σου ταιριάζει, πας στο επόμενο. Σίγουρα στο τέλος της βραδιάς θα βγεις κερδισμένος. Αν σου άρεσε πολύ κάποιο μαγαζί θα το εντάξεις στις επιλογές σου, αν όχι σίγουρα θα εκτιμήσεις ακόμα πιο πολύ το αγαπημένο σου στέκι.
Αδιαμφισβήτητα, όμως, έχοντας στο βιογραφικό σου μια πετυχημένη ή μη μπαρότσαρκα πέρα απ’ το hangover θα σου μείνουν οι αναμνήσεις μιας υπέροχης βραδιάς με τους φίλους σου. Τα πήγαιν’ έλα και τα μπες-βγες, η αμηχανία της πρώτης φοράς σε έναν καινούριο χώρο, τα συνωμοτικά βλέμματα για να αποφασίσετε αν θα κάτσετε τελικά και πότε είναι η στιγμή να την κάνετε, τα σφηνάκια, τα ραντάρ για να εντοπίσετε ό,τι ενδιαφέρον κινείται στο χώρο, οι φωτογραφίες, οι ατάκες, τα γέλια∙ όλα αυτά που θα γεμίσουν το κουτάκι με την ταμπέλα «γαμάτες βραδιές με φίλους» ή εκείνο το άλλο, το αγαπημένο μου, με τίτλο «αγαπημένα ξεφτιλίκια», που μόνο οι κολλητοί μπορούν να βοηθήσουν στο γέμισμά του.
Γιατί το να περνάς καλά δεν είναι απλά ανάγκη, θα πρέπει να ‘ναι αυτοσκοπός. Και σε αυτό το κομμάτι μπορούν να βοηθήσουν μόνο οι άνθρωποι που έχεις επιλέξει να ‘χεις δίπλα σου, δυο-τρεις, λίγοι και καλοί, που εμπιστεύεσαι, αγαπάς κι έχετε αυτόν τον υπέροχο κώδικα επικοινωνίας για να ξεπερνάτε με χιούμορ και καλή διάθεση κάθε επικίνδυνη αποστολή, όπως αυτή της μπαρότσαρκας.
Υ.Γ. Αφιερωμένο σε αυτούς τους ανθρώπους που ο καθένας μας έχει εκεί έξω, που δεν μπορούμε να ξεχωρίσουμε πλέον αν είναι φίλοι ή οικογένεια. Στους κολλητούς μας, λοιπόν, και στις τσάρκες μας μαζί τους. Cheers!
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη