Βράδυ Παρασκευής κι ενώ το σπίτι λάμπει κι οι υποχρεώσεις παίζουν ράγκμπι με τα θέλω στο κεφάλι μου, σαν απρόσκλητος επισκέπτης έρχεται στη γυαλισμένη τραπεζαρία των συναισθημάτων μου η λογική με τον ρεαλισμό. Αυτοί οι δυο ειδικά, ενώ τους αγαπούμε όλοι, συνήθως έρχονται με ύφος ελεγκτή σε λεωφορείο που πάντα -δυστυχώς- έχεις χάσει το εισιτήριο, να σε τσακώσουν και να σε πιάσουν εξαπίνης, κοιτάζοντάς σε αυστηρά όσο καταγράφουν το πρόστιμο.
Μεγάλη συζήτηση μου ανοίξατε τέτοια ώρα και το σαλόνι μου θέλει καθάρισμα, όχι η ζωή μου. Αυτή είναι μια χαρά μέσα σε safe επιλογές και μέτρια πάθη, που έτσι κι αλλιώς όταν τ’ αφήσω δεν πρόκειται καν να συγκινηθώ. Έτσι, ενώ ο ελεγκτής μου με κοιτάει με πρόθεση να με συγχωρήσει, αρχίζω και τα βάζω νοητά σε μια σειρά και ψάχνω γιατί μόνιμα να έχω την τάση να διαλέγω εύκολα μονοπάτια στη προσπάθειά μου ν’ αποφύγω να πονέσω. Ξέρεις, οι άνθρωποι κάποια στιγμή διαφωνούν, έρχονται “όχι”, “πρέπει” και κάποια “ίσως” στον δρόμο τους και τότε πάνε και κόβονται ο ένας πάνω στον άλλον με πληγές που κανένα αιμοστατικό δεν κλείνει. Πάνω στις διαπραγματεύσεις τους, βγάζουν εαυτούς που δεν τους γνωρίζουν ούτε οι ίδιοι κι έτσι ο έρωτας δεν είναι πάντα εκείνο το ζωογόνο συναίσθημα που τους κάνει να νιώθουν όμορφα. Μένει μια πληθώρα από μικρές κόκκινες ουλές στο τέλος, που ο επόμενος θα δει και θα δειλιάσει, όσο εσύ θα τις καλύπτεις βιαστικά με κονσίλερ. Πληγωμένο, άλλωστε, δε θα σε αγοράσουν.
Έτσι κι εγώ ασυναίσθητα, προσέχω με τεχνάσματα την καρδούλα μου να είναι γυαλιστερή, να μπορώ τη μέρα που θα θέλω να αντικρίσω στα μάτια αυτόν που αξίζει να τη δώσω, να το κάνω αβίαστα χωρίς πολλή σκέψη, χωρίς να σκεφτώ πόσο τη μάτωσα στη διαδρομή. Έτσι, ενώ ο ελεγκτής μου μαλακώνει την αυστηρότητά του απέναντί μου και κάθεται παραδίπλα να τα πούμε, καταλαβαίνω πως στη διαδρομή μου, όταν έπρεπε ν’ αποφασίσω τι θέλω, αποφάσισα να διαλέξω όσα δεν πονάνε. Δε θέλω ιδιαίτερες συγκινήσεις και δε θα με κρίνω για αυτό- μη σου πω σε αυτή τη φάση, θα μου σφίξω το χέρι.
Άνθρωποι που δεν ιντριγκάρουν το μυαλό μου και δεν το διεγείρουν ιδιαίτερα, κάποιες φορές είναι αυτό που θέλω, καθώς ο άνθρωπος που θα ξυπνήσει και θα ζωντανέψει κομμάτια σου, πάντα όταν φεύγει σε ρίχνει σε νάρκη. Δεν έχω την πολυτέλεια για καμιά απογοήτευση. Αν επιλέξεις λοιπόν το φλατ και το άχρωμο, κανένα χρώμα δε θα φύγει από το πάρτι της ζωής σου όταν τελειώσει η μουσική και χαιρετίσουν οι επισκέπτες. Η τουλάχιστον δε θα δεις την αλλαγή στα χρώματα και δε θ’ αντιληφθείς την αλλαγή. Άσπρο είχες, άσπρο θα έχεις. Κάπου πιο κάτω κάνω τον απολογισμό μου στον ελεγκτή, για εκείνους που ποτέ δεν πόθησα, τα μέτρια πάθη για να περάσει η ώρα, τα οποία ούτε στην ψυχή ούτε στον χαρακτήρα και στα θέλω βρίσκονταν στην ίδια θέση με μένα, παρά δύο θέσεις πιο κάτω κι όμως τα επέλεξα γιατί ήταν ακίνδυνα κι ας ήταν λιγάκι ανώριμα, παρακάτω από μένα. Ρίσκο κανένα, εύγε! Συμμαζεμένα, τακτικά και καθαρά και το σαλόνι μου κι οι επιλογές μου.
Ήσυχα όπως τα θέλω, να τα ορίζω εγώ για όσο θέλω εγώ. Προφανώς το ήξερα απ’ την αρχή αλλά τι να κάνεις που η ελευθερία κι η ασφάλεια έρχονται πρώτες στο καλάθι με τις αρετές. Θέλω να είμαι ελεύθερη να φεύγω όταν ο λόγος για να φύγω είναι πιο δυνατός απ’ όλα, κανένα πάθος σοβαρό να μη με δένει σε τίποτα. Να μη με κρατάνε ζωηρά συναισθήματα σε ανθρώπους που μια μέρα θα αφαιρεθούν από την εξίσωση. Θέλω να μπορώ να φεύγω όταν ζορίζομαι, να μην αγαπώ βαθιά, αλλά όσο μου κάνει καλό κι όταν αρχίζει να με φθείρει να τους δείχνω την έξοδο.
Τους επικίνδυνους τους βάζω σ’ ένα κουτί, ποτέ δεν τους αφήνω δίπλα μου, είναι μελλοντικές χαρακιές κι αυτό γιατί έχουν ρίσκο τα απόλυτα ναι ‘από το πρώτο βλέμμα. Το πάθος εξισώνεται με τον πόνο, όταν περάσει η πρώτη νιότη των συναισθημάτων κι εκεί, μάντεψε ποιος θα πονέσει. Αυτούς τους επικίνδυνους τους αποφεύγω, τους τοποθετώ στοργικά σ’ ένα κουτί όσων ερωτεύτηκα στην πρώτη ματιά, χωρίς να ξέρω τον λόγο· ίσως ήταν τα μάτια τους ή η αύρα τους κι έτσι απλά δείλιασα να τους αντιμετωπίσω. Είδα από νωρίς ότι η επιρροή που θα έχουν πάνω μου στη λάθος στροφή, από εθιστική, θα γίνει ζημιογόνα. Αυτά είχα να σου πω και πως, ομάδα που κερδίζει, δεν αλλάζει.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου