Μια και μισή κι ενώ βρίσκομαι στην ουρά για να πληρώσω κι η τελευταία σταγόνα υπομονής μου με εγκαταλείπει χαιρετώντας με ζωηρά-ζωηρά, δίπλα μου βρίσκεται μια γυναίκα με μειωμένη όραση. Μπροστά της, ο οδηγός της, ένας υπέροχος σκύλος που με αγάπη κι υπευθυνότητα την οδηγεί στον γκισέ της υπηρεσίας. Το βλέμμα μου χάνεται στη νεαρή γυναίκα, που με τεράστια υπομονή αποφεύγει με μαεστρία άντρες και γυναίκες που καταλήγουν να κλείνουν την είσοδο, να δημιουργούν συμφόρηση και να μιλάνε δυνατά κάνοντας έντονες κινήσεις. Όχι και το καλύτερο περιβάλλον για έναν άνθρωπο με προβλήματα όρασης, σκέφτομαι, ενώ αναμένω το προφανές. Να μπει μια κάποια τάξη στον χώρο.
Εν πάση περιπτώσει, για όλους εμάς τους διπλανούς που πρέπει να περάσουμε με πολύ σπρωξίδι, κάνοντας χορευτικές κινήσεις που θα ζήλευε η Ρουσλάνα το 2004, είναι ήδη κάπως δύσκολο. Αναλογίζομαι πόσο δύσκολο θα είναι γι’ αυτή τη νεαρή γυναίκα και πιάνω τον εαυτό μου κομματάκι να νευριάζει. Ένας οπτιμιστής, θα σκεφτόταν ότι ο μέσος Έλληνας δε διακατέχεται από σοβαρή φιλαυτία και δεν είναι προσανατολισμένος στο πώς να γίνεται η δική του δουλειά και μόνο, αλλά το κάνει αυτό για να συνεισφέρει έτσι, στην καλή φυσική κατάσταση του διπλανού του που πρέπει να “χορέψει” για να περάσει μέσα από το πηγαδάκι του.
Η κοπέλα δίπλα μας, κατορθώνει μετά από πέντε λεπτά να περάσει στον γκισέ, ψιλοκουρασμένη με στωικότητα για να θέσει την ερώτησή της στον υπάλληλο, ενώ ακούγονται σχόλια “η κοπέλα δε βλέπει κάνε στην άκρη”. Το μάτι μου πιάνει και μερικά άτομα με κάπως έντονο εξεταστικό βλέμμα, οι οποίοι την παρατηρούν σαν να είδαν για πρώτη φορά τυφλό άνθρωπο, κάποιοι λίγο αδιάκριτα κι αρκετοί με συμπάθεια, σεβασμό, κατανόηση. Πληρώνω και φεύγω. Όλο αυτό, εισβάλλει σαν εικόνα στο μυαλό μου με σύντομα ριπλέι όσο γυρίζω σπίτι και σκέφτομαι πώς μπορεί να μοιάζει η ζωή, για έναν άνθρωπο ο οποίος έχει μειωμένη η ελλειπή όραση. Δεν το σκέφτηκα ποτέ και δε με απασχόλησε ποτέ ως τώρα, όμως όπως φαίνεται, είναι η πραγματικότητα αρκετών ανθρώπων γύρω μου.
Ξημερώνει η επόμενη μέρα κι από συνήθεια θέλω να πεταχτώ από το κρεβάτι, ν’ αρχίσω να σκέφτομαι όσα επείγει σήμερα να κάνω και το πρόγραμμά μου ενώ κατανοώ ότι πρέπει να κάνω slow down. Χρώματα, υφές και λεπτομέρειες, έχουν όλα χαθεί από το πλάνο μου. Κλείνω τα μάτια μου. Είμαι κι εγώ τυφλός για μια μέρα. Βλέπω μόνο ελαφρύ λευκό φως και κάποιες σκιές. Αυτές οι σκιές, στη φαντασία μου, γίνονται ο προσανατολισμός μου που θα τον δουλέψω με πολλές πτώσεις και φυσικά ο σκύλος μου, θα με οδηγήσουν μες στη μέρα μου. Σηκώνω αργά το σώμα μου από το στρώμα και νιώθω το κρύο πλακάκι, όλες μου οι αισθήσεις δουλεύουν στο φουλ, ενώ τα χέρια μου είναι έτοιμα ν’ αγγίξουν κι έτσι να με καθοδηγήσουν στον χώρο.
Πέντε βήματα με χωρίζουν από την τουαλέτα κι η οδοντόβουρτσά μου είναι, ως συνήθως, τοποθετημένη στα δεξιά. Την ψηλαφώ με τα χέρια μου κι επιβεβαιώνω πως είναι η καινούργια. Ανάθεμά με, ξέχασα να πετάξω την παλιά. Ωστόσο, κανένας δε με δυσκολεύει να τις ξεχωρίσω, καθώς για μένα είναι πολύ διαφορετικές κι ας μην το καταλαβαίνουν οι άλλοι εύκολα. Μηχανικά πλένω τα δόντια μου, χτενίζομαι και νιώθω το πρωινό φως να χτυπάει στο κρεβάτι. Το σεντόνι που πατάω, μου δείχνει πως φυσικά ξέχασα να στρώσω το κρεβάτι μου.
Οι γύρω μου, μου έχουν εξηγήσει ότι τα μάτια μου είναι καστανοπράσινα, αλλά δεν κατάφερα ποτέ να γνωρίσω πώς μοιάζουν. Λένε πως κάνουν πράσινα νερά στις άκρες τους και στο κέντρο τους έχουν ένα καφέ κίτρινο δαχτυλίδι που θυμίζει κεχριμπάρι. Εγώ, βλέπω μόνο μια θολή άμορφη αναπαράστασή μου, χωρίς σχέδια γραμμές και λεπτομέρειες, αλλά από το παράστημα που γέρνει λίγο προς τα δεξιά θα καταλάβαινα χίλιες φορές πως είμαι εγώ, ανάμεσα σε άπειρα πρόσωπα. Ενώ η ώρα προχωρά κι η κοιλιά μου γουργουρίζει ανυπόμονη, το πρωινό μου είναι ήδη στο μάτι και μαγειρεύεται. Πάλεψα λίγο με τα μαχαίρια και τα ντουλάπια, αλλά βγήκα νικητής. Η βάση κοπής είναι τέτοια που με βοηθάει ν’ αντιλαμβάνομαι καλύτερα το πώς πρέπει να το τοποθετήσω και πού πρέπει να κόψω. Αργώ σαφώς παραπάνω από έναν άνθρωπο χωρίς διαταραχές όρασης, αλλά το φαγητό μου είναι πεντανόστιμο, η κουζίνα ούτε θέλω να ξέρω σε τι κατάσταση.
Τα άπλυτα στη γωνία με κοιτάζουν αρκετά έντονα κι αυτό δε χρειάζεται να το δω, το ξέρω γιατί δεν έχω τίποτα να φορέσω και σήμερα. Πάντα είμαι ξεχασιάρα. Αγγίζω τις υφές και νιώθω τις ετικέτες, η πιο τραχιά ετικέτα είναι από το αγαπημένο μου ζακετάκι κι αυτό θα πλυθεί ξεχωριστά, στα ευαίσθητα. Ο Γουίλι κάτι μου έχει φέρει με το στόμα του και μοιάζει να είναι μια κάλτσα, που συνήθως μου πέφτει από το πλυντήριο όταν βιάζομαι. Δεν το θέλει η μοίρα της να φορεθεί τελικά. Ηλίου φαεινότερον και φανερό και σε μένα πλέον.
Η ώρα πετάει κι έχει πάει 11 και πρέπει να βγω έξω κι ενώ περιμένω τον Γουίλι, καταλαβαίνω ότι η μέρα δεν περιμένει εμένα ούτε γι’ αστείο. Φεύγουμε κάπως βιαστικοί, γιατί στις 12 πρέπει να συναντήσω τον Θοδωρή να πάμε να κάνουμε τις φανταστικές μας συζητήσεις και το γνωστό μας τσιτ τσατ. Στη διαδρομή νιώθω διαφορετικές αντιδράσεις, πράγμα το οποίο μετά απ’ τόσα χρόνια μου φαίνεται απόλυτα βαρετό. Άλλοι ενοχλημένοι, γιατί ευλόγως δεν έχω τη διάθεση να τρέξω, άλλοι τραβιούνται βιαστικά από δίπλα μου για να με βοηθήσουν κι άλλοι σαν σε λούπα με ρωτάνε αν θέλω βοήθεια. Δεν ξέρω καν αν πρέπει να τους εξηγήσω ότι αυτό μοιάζει παιδαριώδες και δεν έχει καμία ουσιαστική βάση.
Επιτέλους, ώρα 3 και μέσα στο πλήθος με φτάνει η φιγούρα του συντρόφου μου. Τα χείλια του είναι πάντα απαλά κι έχουν γεύση καπνού και καραμέλας, ελάχιστα ξηρά στις κάτω άκρες. Θα τον ξεχώριζα μέσα σε χίλια φιλιά. Χαρούμενη, γυρίζω σπίτι μετά από δύο ώρες. Ο Γουίλι είναι αρκετά τεμπέλης σήμερα, όπως άλλωστε είμαι κι εγώ. Σε λίγο νυχτώνει. Δε διαφέρει και πολύ η ζωή μου από των άλλων σκέφτομαι, γιατί δε “βλέπουμε” όλοι με τον ίδιο τρόπο τη ζωή και μ’ αυτό, δε μοιάζει να έχω κανένα πρόβλημα εν τέλει.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου