Αν ρίξουμε μια ματιά γύρω μας, στις καθημερινές μας συναναστροφές. H αλήθεια είναι πως θα παρατηρήσουμε ένα πλήθος ανθρώπων, οι οποίοι πολύ συχνά, είτε δεν μπορούν να είναι στοργικοί με τους άλλους είτε, για κάποιο λόγο μοιάζουν να προσπαθούν, αλλά πάντοτε στην τελευταία στροφή φρενάρουν τον εαυτό τους από κάθε συναισθηματισμό. Δεν είναι πως δεν μπορούν η δεν το ‘χουν. Χαμηλή αυτοεκτίμηση, άγχος κι αποφευκτικά μοτίβα συμπεριφοράς τους διακατέχουν, συνήθως πυροδοτούμενα από κακές γονεϊκές σχέσεις, η περιβάλλοντα τα οποία τους στέρησαν αυτά που πρέπει κάθε παιδί να απολαμβάνει. Αμέριστη φροντίδα και στοργή. Πλείστες αυτών των περιπτώσεων δεν περιέχουν δόλο ούτε συμβαίνουν από πρόθεση, δε γίνονται εσκεμμένα και πράγματι έχουν τη ρίζα τους στην παιδική ηλικία του ανθρώπου.
Ένας άνθρωπος που αγαπήθηκε με λάθος τρόπο, μέσα από το εγωιστικό πρίσμα του γονέα του, προσπαθούσε κάθε φορά να πάρει λίγη στοργή, θυσιάζοντας σχεδόν τον εαυτό του μιμούμενος τον γονέα του, ή οδηγούνταν σε συμπεριφορές με σκοπό να λάβει την έγκρισή του. Πάλεψε να ταυτιστεί μαζί του για να νιώσει αποδοχή εκτίμηση κι αγάπη. Καταβάθος, ένας τέτοιος άνθρωπος αδυνατεί να πιστέψει ότι αξίζει να πάρει κι επομένως και να δώσει αγάπη, να ρισκάρει, να ανοιχτεί κι έτσι να αφιερώσει χρόνο στο πώς ν’ αγαπήσει σωστά κι ολοκληρωμένα έναν άλλον ενήλικα. Συνειρμικά υποθέτει πως αν δεν το έλαβε από τον ίδιο του το γονέα, δε θα το πάρει ποτέ από κανέναν.
Επομένως, με τάση ματαιότητας απορρίπτει ενδόμυχα την αγάπη και την αποφεύγει, αφού τη θεωρεί κάτι δύσκολο, ανούσιο κι ουτωπικό.
Αυτό το μοτίβο συμπεριφοράς λοιπόν, οδηγεί συχνά παιδιά που για διάφορους λόγους (ψυχολογική αστάθεια, εργασιομανία η κακό, χειριστικό χαρακτήρα γονέα) να αναθρέφονται στερημένα από αγάπη και τρυφερότητα, κι εν τέλει ζώντας μια κατάσταση από την οποία αδυνατούν να ξεφύγουν και την υιοθετούν ως στάση ζωής. Καλώς η κακώς, ένας τέτοιος ενήλικας δε γνωρίζει πώς ν’ αγαπήσει κι επομένως χωρίς απόθεμα τέτοιου συναισθηματικού πλούτου, στον αντίποδα αδυνατεί να καταφέρει να εκδηλώσει τα συναισθήματά του. Άθελά του, έτσι, προσελκύει τα λάθος άτομα η συμπεριφέρεται στα σωστά μεν άτομα, με τρόπο που τα διώχνει και τα απομακρύνει από τη ζωή του. Κοινώς αυτοσαμποτάρεται, γιατί δε γνωρίζει πώς να χτίσει υγιείς διαπροσωπικές σχέσεις.
Ένας τρόπος ν’ αλλάξει αυτό κι ένας άνθρωπος που αγαπήθηκε λίγο ή με το δύσκολο τρόπο, (tough love ) να μπορέσει να μάθει να εκφράζεται, θα ήταν πρώτα απ’ όλα να συνειδητοποιήσει, ότι μπορεί να σπάσει σε οποιαδήποτε στροφή τον κύκλο της κακής συμπεριφοράς που δέχτηκε κι ότι αυτό που του συνέβη, φυσικά, δεν τον σημαδεύει προσωπικά, ως άνθρωπο. Το ότι αποτελεί βιολογική συνέχεια του γονέα του, δε σημαίνει απαραίτητα ότι φέρει την ευθύνη για τη στειρότητα συναισθημάτων του τελευταίου και πρέπει να γίνει συναισθηματικό δοχείο κακής συμπεριφοράς ή γονεϊκών απωθημένων. Σε αυτό το σημείο κάνεις αξίζει ν’ αναγνωρίσει ότι σαν ξεχωριστή, αυτόνομη συναισθηματικά οντότητα, από το γονεϊκό του περιβάλλον, μπορεί μετά τη συνειδητοποίηση αυτή να περάσει στην πράξη. Ένας ενήλικας που έζησε μια τέτοια παιδική ηλικία, καλό θα ήταν να αναγνωρίσει πότε πρέπει να σταματήσει να φέρεται στον εαυτό του όπως οι γονείς του συνήθιζαν να κάνουν σ’ αυτόν και ν’ ανοιχτεί στην αγάπη.
Δύσκολο ναι, ακατόρθωτο όχι. Ένα ημερολόγιο καταγραφής συναισθημάτων, θα ήταν η πρώτη δειλή προσπάθεια να έρθει κανείς σε επαφή με το μουδιασμένο συναισθηματικό του κόσμο. Για αρχή, ξεκινώντας ν’ αποτυπώνει στο χαρτί όλα όσα νιώθει, με παρατηρήσεις για το πώς τον επηρεάζουν συμπεριφοριστικά οι άλλοι άνθρωποι κι οι καταστάσεις της ζωής, μπορεί ουσιαστικά να γνωρίσει καλύτερα αυτόν τον ξένο για εκείνον άνθρωπο, με τον οποίο θα ξανασυστηθεί. Τον εαυτό του.
Μια άλλη λύση, είναι η αποδοχή της κατάστασης. Όσο πιο γρήγορα κάνεις έρθει σε επαφή με την πραγματικότητα και κατανοήσει ότι οι γονείς του θα δρούσαν το ίδιο και σε οποιαδήποτε άλλο παιδί, καθώς αυτό το μοτίβο συμπεριφοράς αφορά μόνον τους ίδιους τους γονείς. Έτσι, το άτομο γρήγορα θα καταλάβει ότι δε φέρει μερίδιο ευθύνης κανένα κι αυτό δεν επηρεάζει την ηθική του αξία ως άνθρωπο. Παράλληλα, έτσι θα κατανοήσει, θα “συγχωρήσει” και θα ξεχάσει την κατάσταση αφήνοντάς την πίσω, αφού, όσο τη θυμάται, ενεργοποιεί την ταμπέλα του θύματος που ο ίδιος βάζει στον εαυτό του, όσο αναπαράγει ενεργά την ανάμνηση.
Κλισέ μεν αλλά ουσιαστικά δύσκολο είναι και το ν’ αγαπήσουν τον εαυτό τους. Άλλο ένα πράγμα που συμβάλλει σε αυτό είναι η αποδοχή από τους ίδιους. Η αποδοχή των ανασφαλειών, των ελαττωμάτων, των σημείων που θα θέλανε ν’ αλλάξουν. Εν ουσία, έτσι, ο άνθρωπος αντιλαμβάνεται ότι, σάρκα και πνεύμα, αξίζει να μπει στο παιχνίδι της αγάπης, ανεξάρτητα απ’ το τι συνέβη στην παιδική του ηλικία. Τώρα, είναι ένας δυνατός ενήλικας, ικανός να εστιάσει με ευγνωμοσύνη, σε όλα όσα έχει. Ας είναι λίγα ή δυσλειτουργικά, είναι δικά του κι οφείλει να τ’ αγαπά και να τα καλλιεργεί. Τελευταίο κι απόλυτα σημαντικό είναι η απόφαση για έκθεση σε ρίσκο. Αυτό το στάδιο, χαρακτηρίζεται από 2 σημαντικά κομμάτια: την απόφαση να είσαι ευάλωτος, τρωτός και το ν’ ανοίγεσαι χωρίς πανικό για το τι θα συμβεί. Είναι απόλυτα φυσιολογικό ότι θα εκτεθεί κάνεις σε πληγές, αν χρησιμοποιήσει την καρδιά του.
Κανένας μας δεν ήρθε με οδηγίες γύρω από την αγάπη. Ενώ, το ίδιο σημαντικό, είναι να γίνει κατανοητό ότι δεν υπάρχει πρόβλημα με το ότι όντως κάποια στιγμή κάποιος θα τους απογοητεύσει κι οι πιθανότητες γι’ αυτό, είναι πράγματι υπαρκτές. Προφανώς, δεν μπορείς να φοβάσαι για πάντα την απόρριψη, είτε την πιθανότητα κάποιος που άφησες να μπει στη ζωή σου, να κάνει κακοχρησία των συναισθημάτων σου. Ίσως λοιπόν η ιδέα να φύγουν από το comfort zone έστω και για λίγο και να εκτεθούν σταδιακά ώστε ν’ ανοίγονται για όσα νιώθουν, να είναι η καλύτερη πρακτική. Παράλληλα, οι οποίες απορρίψεις και κλειστές πόρτες θα μπορούσαν να μπουν στα συν της εμπειρίας, που θα τους βοηθούσε να διαβάζουν πιο γρήγορα τους ανθρώπους και να έχουν μια ιδέα για το αν όντως μια γνωριμία ενέχει σοβαρό κι αξεπέραστο συναισθηματικό ρίσκο και πότε όχι.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου