Επ’ ουδενί σενάριο επιστημονικής φαντασίας, αλλά πραγματικό συμβάν αποτελεί το σύνδρομο Hikikomori, το οποίο αναδύθηκε το 1990 σαν μια αντίδραση στη συνειδητοποίηση της ματαιότητας της μετέπειτα εργασιακής ζωής, κυρίως εφήβων αλλά και νέων ενηλίκων. Σύμφωνα με τον καθηγητή Λογοτεχνίας κι Επικοινωνίας Flavio Rizzo, οι νέοι που πλήττονται από το φαινόμενο σαν “μοντέρνοι ερημίτες”, επιλέγουν συνειδητά την αυστηρή κοινωνική απόσυρση για διάφορους λόγους.
Το φαινόμενο στην απαρχή του, συνδέθηκε με τη στιγμή που οι νέοι της Ιαπωνίας αντιλήφθηκαν πως ένας καλός βαθμός και μια ακαδημαϊκή φοίτηση, δεν πρόκειται να τους εξασφαλίσει μια εργασιακά σταθερή ονειρική ζωή. Προφανώς, ο ρεαλισμός αγκαλιά με τη ματαιότητα έπαιξε κι αυτός τον ρόλο του στο να ξεκινήσουν οι νέοι να αποφεύγουν σε ακραίο βαθμό οποιαδήποτε κοινωνική επαφή και να κλείνονται σ’ ένα δωμάτιο, για μήνες ακόμα και χρόνια, αρνούμενοι να εκτελέσουν ακόμα κι απλές διαδικασίες που συμπεριλαμβάνουν συναναστροφή με άλλους, με σκοπό την επιβίωση, όπως ψώνια στο σούπερ μάρκετ. Διαγνωστικό κριτήριο για το φαινόμενο, είναι η παρουσία κατάθλιψης ή άλλων διαταραχών του συναισθήματος, που να δικαιολογούν τη μεταστροφή αυτή.
Η στατιστική δείχνει ότι πλείστοι αυτών των ανθρώπων, είναι αρκετά οξυδερκείς, με εργασιακή εμπειρία κι αποτελούν θύματα της πίεσης από την κοινωνία, για την όαση της εργασιακής τελειότητας. Υπό το πρίσμα αυτής της πίεσης λυγίζουν, καθώς το burn out είναι δεδομένο σε καταστάσεις που κάνεις αναγκάζεται μόνιμα να κυνηγάει τη φιλοδοξία και την επιτυχία. Συχνά, αξίζει να σημειωθεί, πως πολλοί Hikikomori ξεκινούν και σαν αρνητές του σχολείου κι αλλάζουν σταδιακά γνώμη για την κοινωνικοποίηση, σαν αντίδραση στον ωμό ρεαλισμό, ενώ πολλοί Hikikomori δεν απογοητεύτηκαν μόνο από τη ζωή, αλλά πήραν μια γεύση από τους νεοεισαχθέντες στην καθημερινότητά τους, ηλεκτρονικούς υπολογιστές και σχεδόν αγγίζοντας τα όρια της εμμονής, αφιερώθηκαν εκεί, αδιαφορώντας για τις υπόλοιπες πτυχές της ζωής τους. Τα θύματα του φαινομένου όπως φαίνεται ξεχνάνε να ζήσουν, απομονώνονται ηθελημένα κι ιεραρχούν τη μοναξιά και εσωστρέφεια, σαν βασικούς άξονες της ζωής τους.
Σε επίπεδο ψυχικής υγείας, συχνά πάσχουν από κατάθλιψη και διαταραχές του συναισθήματος, ενώ πολλοί αντιμετωπίζουν κρίσεις πανικού σε οποιαδήποτε ανάγκη να επικοινωνήσουν με τον έξω κόσμο, ειδικά όταν δεν μπορούν να το αποφύγουν. Συχνά, πολλοί απ’ αυτούς, έχουν έντονο κοινωνικό στρες και φοβίες ανεξήγητες γύρω από τους ανθρώπους, με ιδιαίτερα παράλογες φοβίες να τους εξουθενώνουν κάθε φορά που κάνουν κάποια απόπειρα ν’ αφήσουν το σπίτι τους. Παράλογες φοβίες ότι θα πάθουν κάτι και μια αίσθηση αναίτιου πανικού, ότι κάποιος θα τους κάνει κακό, ως συνέπεια της αποφευκτικότητας που τους διακατέχει. Φυσικά το φαινόμενο, αφού αφορά την πίεση για επίτευξη στόχων, έχει να κάνει με τον πολιτισμό και την κοινωνική τάξη. Αφορά κατά βάση τη μεσαία τάξη λοιπόν και δε συναντάται σε φτωχά άτομα. Πλέον στις μέρες μας, το φαινόμενο λαμβάνει έντονα μεγάλη έκταση και ξεπερνάει τα σύνορα της χώρας, λαμβάνοντας διαστάσεις παγκόσμιας έκτασης.
Με μια προσεκτική ματιά, θα εντοπίσει κανείς ίχνη του φαινομένου κι εκτός της Ιαπωνίας, ειδικά στη γηραιά κορεσμένη Ευρώπη, η οποία από παράδεισος των ευκαιριών έγινε η βάση ανακύκλωσης εργαζομένων χωρίς δικαιώματα, που αντικαθίσταται εν μια νυκτί από άλλους εργαζόμενους-ρομπότ, που βλέπουν τις περγαμηνές τους να χάνουν την αξία τους. Στον κανόνα υπερπροσφοράς και μικρής ζήτησης εργαζομένων, εννοείται ότι υπάρχουν θύματα. Το νόημα του προβληματισμού για την έκταση του φαινομένου αποτυπώνεται στα λόγια του Μάρτιν Σούλτς. Όπως χαρακτηριστικά ανέφερε: «Δημιουργούμε μια χαμένη γενιά. Η Ελλάδα, η Ιταλία, η Ισπανία και η Πορτογαλία έχουν ίσως την καλύτερα μορφωμένη νέα γενιά στην ιστορία τους. Οι γονείς έχουν επενδύσει χρήματα, τα έκαναν όλα όπως έπρεπε και τώρα, την ώρα που αυτοί οι άνθρωποι είναι έτοιμοι να δουλέψουν, η κοινωνία τούς λέει «δεν έχουμε θέση για εσάς». Δώσαμε χρήματα για να διασώσουμε τις τράπεζες, αλλά κινδυνεύουμε να χάσουμε μια γενιά.»
Επομένως, κοινή συνιστώσα στην παγκόσμια επιρροή του φαινομένου είναι ότι η οικονομική κατεύθυνση που έχουν -σε γενικές γραμμές- τα κράτη, κόβει τα πόδια του εργαζόμενου κι ευνουχίζει τους νέους δημιουργώντας “χαμένες νέες γενιές’, με απωθημένα στόχων που ποτέ δε θα επιτευχθούν κι ακαδημαϊκούς κόπους, που δε θα αναγνωριστούν.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου