Θυμάσαι τον μύθο του Νάρκισσου; Εκείνου του μυθικού προσώπου που όταν είδε την αντανάκλασή του στα νερά μιας πηγής, τη θεώρησε τόσο ελκυστική που την ερωτεύτηκε; Κι έμεινε εκεί, να την κοιτάζει, να προσπαθεί να την πιάσει και να μην μπορεί, να μαραζώνει τελικά από πάνω της μέχρι που τον βρήκε το τέλος. Πολλοί οι μύθοι που σχετίζονται με τον έρωτα, ο συγκεκριμένος όμως έχει ένα ενδιαφέρον παραπάνω, μιας κι έρχεται τεχνηέντως να καταρρίψει μια απ’ τις πιο καλά δομημένες θεωρίες περί συναισθήματος και έλξης. Αυτή που λέει πως τα ετερώνυμα είναι αυτά που κάνουν τελικά το κλικ. Μα έρχεται ταυτόχρονα να μας παραθέσει κι έναν κίνδυνο. Όταν βρεθείς ερωτευμένος με το όμοιό σου πρέπει να ετοιμαστείς να αντιμετωπίσεις κι εμπόδια που θα το κάνουν να μοιάζει άπιαστο. Εμπόδια που εύκολα μπορούν να σε κρατήσουν κολλημένο εκεί, ενώ απλώς σε οδηγούν στο μεταξύ σας τέλος.
Μα, ίσως σκεφτείς, το όμοιο είναι ταυτόχρονα γνωστό. Άρα έρχεται κι αβίαστα, χωρίς ιδιαίτερη ανάγκη για προσπάθεια και ιδρώτα ώστε να καταλάβεις κάτι νέο. Αυτό δεν το κάνει κι εύκολο; Μα η απάντηση είναι όχι. Κι αυτό γιατί εκτός από τα δυνατά σημεία καταλήγεις να αναγνωρίζεις και τα αδύναμα. Όσα ο άλλος ίσως προσπαθεί να κρύψει μα εσύ νομίζεις πως τα βλέπεις σαν από ορθάνοιχτο παράθυρο χωρίς καμία κουρτίνα. Κι όχι κατ’ ανάγκη επειδή έκανε κάτι λάθος, μα επειδή «ξέρεις πώς σκέφτεσαι εσύ». Με αυτόν που σου μοιάζει λοιπόν, όση ειρωνεία κι αν αυτό κρύβει, καταλήγεις να φοβάσαι πως θα αντιμετωπίσεις όλες τις δικές σου λάθος συμπεριφορές. Κι αυτός είναι φόβος ύπουλος.
Είχες, για παράδειγμα, σε κάποιες παλιές σου σχέσεις αναπτύξει τάσεις φυγής επειδή ένιωσες πίεση και κοιτώντας τώρα τον σύντροφό σου το μόνο που μπορείς να δεις είναι σημάδια απόστασης και κρατημένα παραθυράκια ασφαλείας που θα κάνουν το αντίο εύκολο. Γαντζώνεσαι λοιπόν περισσότερο προσπαθώντας να αντιμετωπίσεις το ενδεχόμενο πρόβλημα. Να βρεις λουκέτα για τα παραθυράκια και να πατήσεις γκάζι για να μειώσεις την απόσταση. Και είναι σχεδόν αστείο το πώς καταλήγεις να γίνεσαι στην ιστορία σας, ό,τι ήταν ο απέναντί σου στην παλιότερη σχέση σου. Γίνεσαι εσύ ο πιεστικός, ο άνθρωπος που ζητάει την επιβεβαίωση που ο απέναντι δε θέλει να δώσει. Γίνεσαι ό,τι παλιότερα δε σου άρεσε, μόνο και μόνο επειδή βρέθηκες μπροστά σε κάτι που σου έμοιαζε και από ό,τι φαίνεται απαιτούσε τελικά μια αλλιώτικη συμπεριφορά από αυτήν που είχες υπολογίσει.
Κάπου εδώ γεννάται όμως μια απορία λογική. Αν σαν δεύτεροι Νάρκισσοι ερωτευόμασταν κι εμείς τον ίδιο μας τον εαυτό, τότε θα ‘χε νόημα να φοβηθούμε τα αδύναμά μας σημεία. Αν όμως ερωτευτούμε κάτι απλώς όμοιο, τότε δεν είναι γελοίο από μέρους μας να υπολογίζουμε πως οι διαφορές θα είναι μηδενικές; Με πιο απλά λόγια, ποιες οι πιθανότητες επειδή έχουμε απέναντί μας κάποιον με κάποιον κοινά ενδιαφέροντα, χιούμορ ή χαρακτήρα, να έχουμε ταυτόχρονα και κάποιον με κοινό το τρωτό σημείο; Όντως μικρές. Το μυαλό του ερωτευμένου όμως αυτό αρνείται να το δει, αφού η ανάγκη του για λογική καλύπτεται από την επιθυμία να δηλώσει πως ξέρει το άλλο πρόσωπο καλύτερα από τον καθένα.
Όταν ερωτευόμαστε δεν έχουμε υπομονή. Δε θέλουμε να αφήσουμε χρόνο για να γνωρίσουμε τον άλλον. Θέλουμε να πούμε πως δέσαμε αυτοστιγμεί και πως ήταν απ’ την αρχή «σαν να γνωριζόμασταν χρόνια». Προτιμούμε λοιπόν να φοβηθούμε πράγματα που δε χρειάζεται και να πούμε πως «καταλάβαμε», παρά να αφήσουμε χρόνο για να δούμε τα αληθινά εμπόδια. Κι αν τολμήσει ο άλλος να μας διαψεύσει εμείς πεισμώνουμε και λέμε ότι κρύβεται. Γιατί «εμείς ξέρουμε, αφού εμείς μοιάζουμε».
Όταν ερωτευτείς κάποιον που σου μοιάζει, μέσα από την πεποίθησή σου πως τον ξέρεις καταλήγεις να αλλάζεις εσύ. Μήπως λοιπόν τα ετερώνυμα όντως έλκονται κι αν δε βρεθούν κοντά αλλιώς, δημιουργούνται; Ίσως. Ίσως πάλι να είμαστε καταδικασμένοι να ψάχνουμε παντού πτυχές μας -ακόμα και σε αυτό που θεωρητικά δε μας μοιάζει- και σαν άλλοι Νάρκισσοι να απλώνουμε χέρι στην αντανάκλαση. Ίσως την ομοιότητα να την αγαπάμε, ίσως και να την τρέμουμε. Ίσως. Γιατί ο έρωτας δεν έχει «σίγουρα» κι ας μας προσφέρει κάποιες φορές την ψευδαίσθηση της σιγουριάς. Ίσως να ήρθε η ώρα λοιπόν να πάψουμε να ψάχνουμε τα βέβαια κι απλώς να τον ζήσουμε με όσα σκοπεύει αυτός να μας φέρει.