Το μοναδικό πράγμα πιο δύσκολο από τα να σε χωρίσουν, είναι το να χωρίσεις εσύ. Σωστή ή λάθος η παραπάνω πρόταση; Η απάντηση που έδωσες, όποια κι αν είναι αυτή, οι πιθανότητες λένε πως βασίζεται στο σε ποια από τις δύο θέσεις βρέθηκες πιο πρόσφατα. Γιατί, ας το παραδεχτούμε, και οι δύο κρύβουν βαθμό δυσκολίας και μάλιστα αντίστοιχο. Και οι δύο με αρνητικά συναισθήματα είναι συνδεδεμένες κι όσο κι αν θέλουμε να στηρίζουμε πως ο ένας μόνο ήταν ο κακός (ο άλλος φυσικά, ας μη λέμε τα αυτονόητα), αν αφήσουμε λιγάκι στην άκρη τους τσακισμένους εγωισμούς μας, θα δούμε ότι τα κοινά τους είναι πολλά, οι διαφορές τους πάλι ελάχιστες. Ουσιαστικά, ένα είναι αυτό που τις διαχωρίζει. Η μικρή, εσωτερική και σχεδόν έμφυτη, αλαζονεία που συνοδεύει εκείνον που πήρε πρώτος την απόφαση. Η βεβαιότητα που κουβαλάει πως θα πληγώσει και η, κάπως ειρωνική, απογοήτευση που έρχεται όταν αυτό τελικά δε συμβαίνει.

Ακούγεται απλώς κακό, αλλά ουσιαστικά είναι τόσο υποσυνείδητο που καταλήγει απλά λογικό. Το να πάρεις μια τέτοια απόφαση, αν δεν έχεις αντιληφθεί πως και ο άλλος βρίσκεται σε μια φάση αντίστοιχη, έρχεται συχνά με δώρο ένα ωραίο πακετάκι τύψεων. Περνάνε μερόνυχτα με εσένα να ξαγρυπνάς ψάχνοντας να βρεις πώς να το φέρεις στον άλλον πιο ανώδυνα (πράγμα που μοιάζει λίγο με το να ψάχνεις το ομορφότερο πιάτο στο σερβίτσιο σου για να σερβίρεις μπάμιες, αλλά άλλο θέμα αυτό). Ξυπνάει ένα μικρό πλασματάκι μέσα σου που έρχεται να σου ψιθυρίσει να είσαι ευγενικός. Να σκεφτείς και πώς θα νιώθει ο άλλος καθώς μιλάς. Να μην ανεβάσεις τους τόνους σου αλλά να είσαι προετοιμασμένος για το ενδεχόμενο να το κάνει ο εκείνος. Έρχεσαι λοιπόν και χωρίς να το σκεφτείς και πολύ, βαφτίζεις αυτό το πλασματάκι ενσυναίσθηση. Αυτό που δεν αντιλαμβάνεσαι εκείνη τη στιγμή, είναι πως το πλασματάκι αυτό ουσιαστικά το μόνο που σου λέει είναι πως τον άλλον πρέπει να τον λυπηθείς. Πως εσύ θα χτυπήσεις κι εκείνος θα χτυπηθεί. Δεν κρύβει αυτή η αντίληψη μια κάποια αλαζονεία;

Τι γίνεται όμως με την απογοήτευση; Αυτή δεν είναι δείγμα απλής και λυτής κακίας; Δεν προδίδει την ύπαρξη κακόβουλων συναισθημάτων; Όχι. Όπως και σε ένα επιτραπέζιο, αυτός που κάνει πρώτος την κίνηση έχει συχνά τον έλεγχο της παρτίδας. Εκείνος δίνει το ρυθμό και ο άλλος, στην αρχή τουλάχιστον, ακολουθεί. Όταν λοιπόν ξέρουμε πως έχουμε το πάνω χέρι, πως εμείς ορίζουμε το ταμπλό, νιώθουμε πως οι πιθανότητες για νίκη είναι με το μέρος μας. Σε έναν χωρισμό τώρα, που τα συναισθήματα είναι αρνητικά άρα η αίσθηση της νίκης δεν κολλάει πουθενά, αυτό που νιώθουμε είναι πως οι πιθανότητες για χειρότερη ήττα, είναι με το μέρος του άλλου. Τι γίνεται όταν σε ένα παιχνίδι που νόμιζες πως είχε το πάνω χέρι, χάσεις; Απογοητεύεσαι. Τι γίνεται όταν σε έναν χωρισμό που υποσυνείδητα είχες υπολογίσει να δεις μια ήττα, δεν τη δεις; Ακριβώς το ίδιο. Και για την ακρίβεια λίγο χειρότερο, αφού έχοντας κλειδώσει στο νου σου πως πρέπει αυτή να έρθει, το ενδεχόμενο της ισοπαλίας μοιάζει απλώς αδύνατο, άρα η ήττα νιώθεις πως μόλις προσγειώθηκε στα χέρια σου και μάλιστα άτσαλα.

Είμαστε ώρες-ώρες εγωιστές οι άνθρωποι. Φανερωμένα ή και καλά κρυμμένα καθαρματάκια. Γινόμαστε υπερόπτες, φουσκώνουμε το εγώ μας σαν μπαλόνι και φυσάμε λες και δεν πρόκειται ποτέ να σκάσει αυτό στα μούτρα μας. Σπάνια το κάνουμε όμως από κακία, αν το δούμε μάλιστα λίγο πιο βαθιά θα καταλάβουμε πως στις πλείστες των περιπτώσεων όλο και κάποιο καλό κίνητρο υπάρχει, απλώς πάει και εκφράζεται με τους πιο λάθος τρόπους. Ισχύει λοιπόν πως το μοναδικό πράγμα πιο δύσκολο από τα να σε χωρίσουν, είναι το να χωρίσεις εσύ; Ναι, ισχύει, κυρίως επειδή βρεθήκαμε κάποια στιγμή στη μεριά που το έζησε και μπορούμε για αυτό να το νιώσουμε.

Και από την άλλη, όχι. Δεν ισχύει καθόλου. Αφού κι από την άλλη τη μεριά υπήρξαμε κάποια στιγμή και είδαμε την «ομορφιά» της. Ισχύει κάθε φορά αυτό που ορίζει το καθαρματάκι μέσα μας. Αυτό που μας λέει ότι λίγο υπερέχουμε. Το ίδιο που έρχεται να μας πει πως «δεν υπάρχει χειρότερο από το να πληγώσεις» ενώ ταυτόχρονα αν ο άλλος δεν πληγωθεί, θίγεται. Μαθαίνουμε όμως να ζούμε με αυτό και ταυτόχρονα να αποδεχόμαστε πως κάποιες φορές, θα έχει εκείνο το πάνω χέρι στο παιχνίδι.

Συντάκτης: Μαρία Ρουσσάκη