Είναι «έρωτας» ή «κόλλημα»; Ιδού η απορία. Δύο λέξεις τόσο διαφορετικές ως προς την έννοιά τους και ταυτόχρονα τόσο όμοιες ως προς την αίσθηση που δημιουργούν που καταλήγουμε να τις μπερδεύουμε. Τις μπλέκουμε στο κεφάλι μας και τις συγχέουμε σε τέτοιο βαθμό που από κάποια στιγμή και μετά ούτε εμείς οι ίδιοι μπορούμε να βγάλουμε άκρη.
Τα μπερδεύουμε ξεχνώντας ότι ο έρωτας δεν επαναπαύεται. Δεν του αρέσουν οι σταθερές καταστάσεις, δε βολεύεται σε αυτές. Ακόμη και όταν είναι μονόπλευρος, επιζητεί και επιδιώκει την εξέλιξη. Ακόμη κι αν αυτή είναι αργή, ακόμη κι αν φαντάζει σχεδόν ανεπαίσθητη, αυτή είναι που τον τροφοδοτεί και του δίνει τον χώρο που χρειάζεται για να υπάρχει και να αναπτύσσεται.
Στην έλλειψη της εξέλιξης κρύβεται και η μετάβαση από τον έρωτα στο κόλλημα. Από ένα τόσο βαθύ συναίσθημα σε μία επιφανειακή -αν και συχνά βαθιά ριζωμένη- συνήθεια. Σε ένα απλό βόλεμα. Γιατί ας μη γελιόμαστε, αυτό είναι τελικά το κόλλημα, ένα είδος βολέματος. Μια θέση στην οποία συνηθίσαμε να βρισκόμαστε, ένα όνομα που μάθαμε να σκεφτόμαστε, η σκέψη μιας καψούρας που με τον καιρό κάναμε κομμάτι μας και ξεχάσαμε -ή μάλλον εσκεμμένα αμελήσαμε- να μπούμε στη διαδικασία αναθεώρησής της, όχι τόσο λόγω του ατόμου που υπήρχε απέναντί μας, αλλά κυρίως λόγω του συναισθήματος που αυτό δημιουργούσε.
Ας το παραδεχτούμε, δεν είναι πάντα εύκολη η έλλειψη συναισθήματος, γι’ αυτό και καμιά φορά βολευόμαστε. Μας τρομάζει να το απαρνηθούμε έστω για λίγο, γιατί είναι γλυκό το άτιμο, μας παρακινεί, μας δίνει ενέργεια. Σαν μία κουταλιά ζάχαρη στον πρωινό καφέ κι ας είναι όλοι οι άλλοι την υπόλοιπη μέρα σκέτοι. Ένα βλέμμα, ένα μήνυμα, ακόμη και μια τυχαία συνάντηση που μπορεί να μην περιλαμβάνει καν το τυπικό «καλημέρα», μπορεί να είναι αρκετά για να νιώσουμε ότι πήραμε αυτή τη μικρή τζούρα συναισθήματος που χρειαζόμασταν. Είναι όμως συναίσθημα ή μήπως πρόκειται για υποκατάστατο;
Δεν είναι η προσωρινή έλλειψη αυτή που μας τρομάζει. Αυτή αφήνει μεν ένα στιγμιαίο κενό, αλλά αυτό που μας κρατάει πραγματικά πίσω είναι κάπως πιο βαθύ. Είναι ο φόβος του «μετέπειτα». Το αν θα βρεθεί τελικά άλλος, τόσο ιδανικός παραλήπτης για τα συναισθήματά μας ή μην τυχόν και έχουμε μπροστά μας τον καλύτερο υποψήφιο και τον αφήνουμε να φύγει χωρίς να ζήσουμε στο έπακρο την καψούρα. Τι θα γίνει αν το επόμενο άτομο δεν εμφανιστεί ποτέ; Όντας κολλημένος νιώθεις ασφάλεια και σιγουριά.
Λειτουργεί σαν καβάτζα το κόλλημα. Νιώθεις ότι υπάρχει κάποιος. Κάποιος που όταν ενδώσει -αν ενδώσει φυσικά-, θα είναι επιλογή δική σου. Θα σε κάνει να νιώσεις νικητής σε μια παρτίδα που ουσιαστικά δεν έπαιξες. Σαν να είσαι πρωταγωνιστής σε μια από εκείνες τις ταινίες που στο τέλος ο «έρωτας» που ποτέ δε φανερώθηκε, βρήκε έναν μαγικό τρόπο, χρόνια μετά, να νικήσει. Πώς; Με ένα βλέμμα όλο νόημα και ωραία μουσική στο background. Μετά έπεσαν οι τίτλοι τέλους, δίνοντας σε εμάς απλώς την ψευδαίσθηση του τέλους, αλλά αφήνοντας με ερωτηματικό το πιο ουσιαστικό κομμάτι. Το «μετά». Μήπως τελικά οι ταινίες φταίνε που βαφτίζουμε έτσι εύκολα τα κολλήματα έρωτες;
Ή μήπως φταίει η παγίδα του εύκολου; Γιατί οτιδήποτε σταθερό κρύβει μεγάλη ευκολία. Σε βγάζει από τη διαδικασία του καινούριου. Όταν είσαι κολλημένος κάπου, δεν ψάχνεσαι ούτε ενδίδεις σε νέα πρόσωπα. Δεν αφήνεις καν τον στοιχειώδη χώρο στο μυαλό σου για να αξιολογήσεις άλλες επιλογές ή ή για να κάνεις κάποιον άλλον να δει εσένα σαν επιλογή. Κρεμάς ανεπαίσθητα το ταμπελάκι του «κατειλημμένου» -χωρίς ουσιαστικά να είσαι- και πορεύεσαι μ’ αυτό. Πολλές φορές μάλιστα κοροϊδεύεις και λίγο τον εαυτό σου λέγοντας ότι αν προκύψει κάτι εσύ είσαι ανοιχτός, αλλά το πρόβλημα είναι ότι δεν προκύπτει.
Ένα συναίσθημα δεν είναι πάντα σταθερό. Μετατρέπεται και εξελίσσεται με βάση τις συνθήκες, οπότε ένας έρωτας μπορεί να μετατραπεί σε κόλλημα, όπως και ένα κόλλημα μπορεί σε κάποιες περιπτώσεις να γίνει έρωτας. Για να γίνει όμως αυτό, η έννοια του βολέματος βγαίνει από την εξίσωση. Όρος βασικός για την επιβίωση του συναισθήματος. Να θυμάσαι πάντα πως «ο έρωτας σε κάποιες περιπτώσεις την ήθελε την επανάσταση, ποτέ όμως στην ιστορία του δεν ήρθε μετά από επανάπαυση». Ούτε και πρόκειται.
Συναίσθημα λοιπόν «επαναστατημένο» ή μήπως «επαναπαυμένο»; Είναι έρωτας τελικά ή ένα απλό κόλλημα; Ιδού η απορία…
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.