«Πέντε-δέκα-δεκαπέντε-είκοσι-είκοσι πέντε-τριάντα-τριάντα πέντε, φτου και βγαίνω!». Τα μετράγαμε, κρυφοκοιτάζαμε και λίγο μήπως δούμε πού θα κρυφτούν τα φιλαράκια και το ψάξιμο ξεκινούσε. Πίσω από κουρτίνες, κάτω από κρεβάτια, πάνω από ντουλάπες, κανένα σημείο δεν ήταν εκτός ορίων. Και αν ήμασταν στο δρόμο, τότε επιλέγαμε να πάμε σε σκοτεινά σοκάκια, πίσω από αμάξια (ή και μέσα αν κάποιος τα είχε αφήσει ξεκλείδωτα) και γενικά σε όλα εκείνα τα μέρη που θεωρούσαμε πως ποτέ δε θα σκεφτεί να ψάξει αυτός που τα φυλούσε. Το λατρεύαμε αυτό το παιχνίδι. Το επιλέγαμε σε κάθε ευκαιρία, μέχρι που μεγαλώσαμε και κάποιος μας είπε πως είμαστε πολύ μεγάλοι πια για κρυφτό, οπότε σταματήσαμε να τα φυλάμε και να κοιτάμε τριγύρω για κρυψώνες. Κάπου μέσα μας όμως, έμεινε ανέγγιχτο το ένστικτο του παιχνιδιού κι εντυπώθηκε στο μυαλό μας πως ό,τι έχει λίγο κρυφτό μέσα του, είναι αυτόματα και πιο ωραίο. Ακόμη και οι ερωτικές μας σχέσεις.
Από μια γνωριμία ξεκινάνε όλα, που για κάποιο λόγο λέμε πως για λίγο θα κρατήσουμε αυστηρά προσωπική. Είτε γιατί έχει μέσα της κάποια στοιχεία του παράνομου που μας κάνουν να δυσκολευόμαστε να τη βροντοφωνάξουμε, είτε γιατί υπάρχει κάποια αβεβαιότητα οπότε το να κάνουμε για λίγο κράτει μοιάζει η καλύτερη επιλογή. Ξεκινάμε λοιπόν για άλλη μία φορά να μετράμε με ρυθμό «πέντε-δέκα-δεκαπέντε…» και ο καιρός περνάει. Και τα νούμερα στο τραγουδάκι γίνονται σιγά-σιγά τριψήφια. Κι εμείς συνεχίζουμε. Για πόσο όμως θα αντέξει η σχέση το μέτρημα και μαζί την απόλυτη αφάνεια; Πόσος ο χρόνος που μπορεί να περάσει πριν να αναγκαστούμε να πούμε το «φτου και βγαίνω»;
Αντικειμενικά, όχι πολύς. Όση ομορφιά κι αν έχει το κρυφτό στον έρωτα, όσο κι αν ανεβάζει την αδρεναλίνη μας και μάς κάνει για λίγο να νιώθουμε πρωταγωνιστές σε ταινία δράσης, είναι ταυτόχρονα μια από εκείνες τις καταστάσεις που μπορούν να κουράσουν· και μάλιστα πολύ. Όπως και στο κατά γράμμα παιχνίδι, οι κρυψώνες και εδώ είναι συγκεκριμένες. Σε σπίτια, με κλειστές πάντα τις πόρτες και τις κουρτίνες στα παράθυρα, σε αμάξια για διαδρομές που δεν έχουν τέλος ούτε όμως και συγκριμένο προορισμό και σε στέκια απόμερα που «κανέναν δεν ξέρουμε και κανείς δε μας ξέρει». Και όλοι αυτοί οι περιορισμοί κάποια στιγμή γίνονται ασφυκτικοί.
Οι στιγμές που ζούμε και τόσο γουστάρουμε, μας αναγκάζουν ταυτόχρονα να κάνουμε το ψέμα και τη δικαιολογία σε φίλους και γνωστούς δεύτερή μας φύση. Μας ρωτάνε «Πού θα πας;» και η απάντηση στην αρχή είναι το «έτυχε μια δουλειά». Ο καιρός όμως περνάει και πόσες πια δουλειές να τύχουν; Οι απαντήσεις λοιπόν γίνονται περίτεχνες και λεπτομερείς. Κι όσο πιο συγκεκριμένο το ψέμα, τόσο πιο κλειστός ο κλοιός που νιώθεις να σφίγγει γύρω σου. Τόσο πιο εκνευριστικό φαντάζει το φυσιολογικό ενδιαφέρον των άλλων και τόσο πιο μεγάλη η επιθυμία απλώς να σταματήσουν να ρωτάνε. Καταλήγεις λοιπόν να κάνεις πέρα κόσμο και να απομακρύνεσαι από την κανονική ζωή σου για να ζήσεις μια κρυμμένη. Κι αυτό που ξεκίνησε σαν αθώο παιχνίδι, μετατρέπεται απότομα σε πίστα ξαφνικού θανάτου.
Σε βάθος χρόνου είναι απλά ουτοπικό το «εμείς είμαστε πολύ προσεκτικοί». Καταρχάς ο έρωτας έχει την τάση να γράφει στα κούτελά μας με ανεξίτηλα μαρκαδοράκια. Εκπέμπει το συναίσθημα, είναι αστείο να νομίζεις πως μπορείς να το κρύψεις από όσους στα αλήθεια σε ξέρουν. Ο έρωτας είναι επίσης και λιγάκι εγωιστής. Όσο κι αν δε το παραδέχεται, απαιτεί αναγνώριση. Έρχεται λοιπόν η στιγμή που πετυχαίνετε τυχαία γνωστό γνωστού -ναι, σε ένα από αυτά τα μέρη που ορκιζόσουν πως ούτε σκύλο δε θα δείτε, πάντα συμβαίνει- και η λογική λέει πως συστήνεις τον άνθρωπο δίπλα σου σα φιλαράκι, ενώ ταυτόχρονα κάνεις κι ένα βήμα να απομακρυνθείς. Ο εγωιστής έρωτας όμως, που είναι μια καθαρά εσωτερική φωνή, έρχεται να το δει αυτό σαν άρνηση. Του χτυπάει άσχημα στο αυτί κι ούτε που νοιάζεται για το ότι «έτσι έπρεπε να γίνει». Προσβάλλεται. Και πόση προσβολή άραγε αντέχει το συναίσθημα πριν πει πως ξεθώριασε;
«Θα μετρήσεις μέχρι το εκατόν πενήντα!» φώναζαν τα παιδιά που ήταν να κρυφτούν. «Μέχρι το πενήντα και πολύ είναι!» απαντούσε με περίσσιο πάθος το παιδί που τα φύλαγε. «Θα μείνει κρυφό για λίγο!» φωνάζει η λογική. «Για όσο αντέξουμε· κι αντέχουμε πολύ!» απαντάει το πείσμα. Και ποιος νικάει στο τέλος; Όταν ήμασταν μικρά, ποτέ δεν πείθαμε τελικά το παιδί να περάσει τα εκατό. Ήταν το νοητό μας ταβάνι. Και τις ελάχιστες φορές που το καταφέρναμε, το μόνο που τελικά κάναμε είναι να τον αναγκάζουμε να κλέβει, πηδώντας δέκα-δέκα κάποια από τα νούμερα. Δεν έχει νόημα το κρυφτό αν το μέτρημα δε σταματήσει. Θα σήμαινε απλώς απομάκρυνση. Ανία. Το νόημα του παιχνιδιού κρύβεται στη στιγμή που η κρυψώνα αποκαλύπτεται και τρέχεις με όλη σου τη δύναμη πίσω στη «φωλιά» για να δεις ποιος νίκησε. Και στον έρωτα το ίδιο ισχύει. Στην αποκάλυψη κρύβεται η μαγεία του κρυφτού. Εκεί φαίνεται μονάχα αν το ζευγάρι έχει πιθανότητες να πάρει τη νίκη ή αν έπαιξε απλώς για την έξαψη. Τι λες λοιπόν; Μήπως ήρθε η ώρα για το «Φτου και βγαίνω»;