Όταν με ήθελες δε σε ήθελα και τώρα που σε θέλω δε με θέλεις. Μία φράση που κατά πάσα πιθανότητα έχουμε ακούσει ουκ ολίγες φορές γύρω μας και ίσως μάλιστα να την έχουμε πει και οι ίδιοι κάποια στιγμή. Ίσως με μία πρώτη σκέψη να λέμε ότι πρόκειται για τα υψηλότερα επίπεδα κακού τάιμινγκ ή ακόμη και για ένα λιγάκι άρρωστο παιχνίδι της μοίρας, η οποία -ας το παραδεχτούμε- τη βρίσκει πού και πού να γελάει λίγο με όσα βάζει στο δρόμο μας. Αν κάτσουμε λιγάκι και το σκεφτούμε όμως θα δούμε ότι μάλλον τελικά δε φταίει ούτε ο κακός συγχρονισμός ούτε η μοίρα και τα παιχνίδια της, ούτε κανένας εξωτερικός παράγοντας. Τι φταίει, λοιπόν, για αυτήν την, όχι και τόσο σπάνια, κατάσταση που βλέπουμε γύρω μας;
Ας ξεκαθαρίσουμε για αρχή ότι ναι μεν πολλές ιστορίες έχουν μία παρόμοια κατάσταση να τις περιβάλει, αλλά κάθε ιστορία είναι τελείως διαφορετική και αυτόνομη και έτσι κάθε φορά μπορεί να είναι τελείως διαφορετικοί οι λόγοι πουι οδηγούν σε σ’ αυτή τη συμπεριφορά.
Υπάρχουν, λοιπόν, οι φορές που η λέξη δεδομένο παίρνει μία τελείως διαφορετική έννοια από αυτή που έχουμε συνηθίσει. Παίρνει την έννοια του γνωστού, του οικείου. Του ανθρώπου που έχουμε μάθει και συνηθίσει να έχουμε στη ζωή μας χωρίς ένα ερωτικό πρόσημο να μπαίνει μπροστά από την όποια σχέση μας. Και η δύναμη της συνήθειας είναι δυνατή. Όταν νιώσουμε λοιπόν ότι ο άλλος βγαίνει από τη ζώνη του οικείου, νιώθουμε μία αόρατη απειλή να αιωρείται πάνω από το κεφάλι μας. Την απειλή του να αλλάξει η σταθερή μας, να αλλάξει η οικειότητα. Η ίδια η συνήθεια, λοιπόν, μας οδηγεί να πούμε το πολυσυζητημένο «δε θέλω». Δημιουργούμε στην ουσία ένα friendzone, το οποίο ειλικρινά εκείνη τη στιγμή πιστεύουμε ότι μπορούμε να υποστηρίξουμε.
Τι γίνεται όμως όταν ο άλλος αποφασίζει ότι δε θέλει να βρίσκεται κολλημένος εκεί; Απομακρύνεται. Και τι συμβαίνει όταν απομακρύνεται αυτός ο άνθρωπος που είχαμε μάθει να έχουμε στη ζωή μας; Αλλάζουν τελικά οι σταθερές που τόσο πολύ παλέψαμε για να κρατήσουμε. Και αυτή η αλλαγή μπορεί εύκολα να μας κάνει να αντιμετωπίσουμε τα συναισθήματά μας. Η απώλεια και η απομάκρυνση, ειδικά αν συνδυάζεται με μία αλλαγή στην καθημερινότητά μας μάς αφήνει να δούμε τι πραγματικά σημαίνει αυτός ο άνθρωπος για εμάς. Μας αφήνει να δούμε, όχι αν μας λείπει, αλλά το με τι τρόπο μας λείπει. Και κάπου εκεί μπορεί να γίνει το κλικ της αλλαγής.
Υπάρχουν και οι φορές που η λέξη δεδομένο μπαίνει μπροστά με διαφορετικό τρόπο. Μία μικρή και ίσως έμφυτη ανάγκη για επιβεβαίωση η οποία ικανοποιείται όσο βλέπει κάποιον να είναι εκεί, ακόμη και αν αυτός ο κάποιος δε μας κινεί το ενδιαφέρον άμεσα. Και φυσικά όταν αυτός ο κάποιος αρχίσει να απομακρύνεται ο εγωισμός μπαίνει μπροστά. Ξυπνάει η ίδια αίσθηση που έχουμε αν μας πάρουν κάτι που μας ανήκει δικαιωματικά και ας ξέρουμε βαθιά μέσα μας πως όχι απλώς δε μας άνηκε, αλλά μας το προσέφεραν απλόχερα και το απορρίψαμε με συνοπτικές διαδικασίες. Και η αίσθηση αυτής της απώλειας παίρνει δυναμικά το ρόλο του πρωταγωνιστή και μας πείθει ότι θέλουμε τον άλλον πίσω. Σε αυτές τις περιπτώσεις όμως είναι σημαντικό να αναρωτηθούμε αν όντως θέλουμε το άτομο που βρίσκεται μπροστά μας ή αν η θέλησή μας περιορίζεται στο ότι θέλουμε την προσοχή του στραμμένη πάνω μας.
Για κάποιους άλλους η εναλλαγή των ρόλων είναι αυτό που κάνει το παιχνίδι να αξίζει εξαρχής. Η προσπάθεια που κάνει ο ένας να τραβήξει το ενδιαφέρον του άλλου. Η αδιαφορία για αυτούς δεν είναι εμπόδιο, αλλά βαθμός δυσκολίας και όσο πιο υψηλό το επίπεδο τόσο πιο ενδιαφέρον το παιχνίδι. Μήπως όμως αυτό υποδηλώνει ότι είμαστε καταδικασμένοι να μη στεριώνουμε σε σχέση αμοιβαίων συναισθημάτων λόγω του κίνδυνου να χαθεί το ενδιαφέρον; Όχι. Για τη συγκεκριμένη κατηγορία ανθρώπων συνήθως το παιχνίδι της εναλλαγής και το παιχνίδι του φλερτ συνδέονται μεν άμεσα, αλλά όταν βρεθεί τελικά η στιγμή του αμοιβαίου ενδιαφέροντος και των αμοιβαίων συναισθημάτων το παιχνίδι παίρνει διαφορετική μορφή, μορφή που καθορίζεται από το εκάστοτε ζευγάρι, άλλωστε όπως αναφέραμε και προηγουμένως, κάθε περίπτωση είναι διαφορετική.
Γενικότερα όταν μιλάμε για έρωτα και συναισθήματα ορισμοί και κανόνες δε χωράνε. Δεν μπορούμε να ορίσουμε γιατί συμβαίνουν κάποια πράγματα ούτε μπορούμε πάντα να εξηγήσουμε με βεβαιότητα κάποιες συμπεριφορές. Μπορούμε όμως να ψαχτούμε λιγάκι μέσα μας και να δούμε τι προκαλεί εμάς να φερθούμε με έναν συγκεκριμένο τρόπο και τότε, ίσως, βρεθούμε και ένα βήμα πιο κοντά στο να κατανοήσουμε τη συμπεριφορά του άλλου.
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.