Έχεις αναρωτηθεί ποτέ γιατί όταν μας εξομολογείται κάποιος τον έρωτά του, μέσα σε όλα τα υπόλοιπα μας δημιουργείται κι ένα αίσθημα υποχρέωσης απέναντί του ή και ανταπόδοσης αυτού που μόλις ακούσαμε; Για να πάρουμε την απάντηση, ας παίξουμε παρέα ένα παιχνίδι. Ας προσπαθήσουμε να κάνουμε μαζί εικόνα τον παρακάτω διάλογο ως σκηνή μιας αγαπημένης ρομαντικής ταινίας κι ας σκηνοθετήσουμε μετά όλο το σκηνικό τριγύρω:
– Ήθελα πολύ καιρό να σου μιλήσω και δεν έβρισκα τον τρόπο. Σε θέλω. Νιώθω έρωτα για εσένα. Δεν άντεχα άλλο να το κρύβω!
– Νιώθω ακριβώς το ίδιο. Ίσως να άργησα λίγο να το συνειδητοποιήσω, μα θέλω να το δοκιμάσουμε!
Χωρίς να ξέρω την παραμικρή πληροφορία για την ταινία, μόνο και μόνο από το διάλογο, μπορώ εύκολα να συμπεράνω πως η σκηνή εξελίχθηκε κάπως έτσι: ήρθε η συγκίνηση και τα δάκρυα στα μάτια, από το υπερπέραν ξεκίνησε να ακούγεται το “all of me” του John Legend ή κάποιο παρεμφερές ερωτικό κομμάτι -από αυτά που πάντα θα προκαλούν λίγες ανατριχίλες στους ερωτευμένους- και οι τίτλοι τέλους έπεσαν με ένα παθιασμένο φιλί που σηματοδότησε το τέλος μιας «κακιάς» εποχής που ήταν και οι δύο μόνοι κι έρημοι ή με λάθος ταίρια. Ο έρωτας, όπως πάντα φυσικά, νίκησε και ξεπέρασε κάθε πιθανό εμπόδιο. Πάμε όμως τώρα να δούμε τον ίδιο διάλογο λιγάκι αλλιώς;
– Ήθελα πολύ καιρό να σου μιλήσω και δεν έβρισκα τον τρόπο. Σε θέλω. Νιώθω έρωτα για εσένα. Δεν άντεχα άλλο να το κρύβω!
– Ξέρεις, εγώ δε νιώθω έτσι.
Πιστεύεις ότι μιλάμε και πάλι για την τελική σκηνή; Εγώ ποντάρω στο όχι. Για την ακρίβεια, αν έπρεπε να στήσω πάλι το σκηνικό θα έλεγα πως πιθανότατα μιλάμε για την πρώτη, με τον πρωταγωνιστή να τρώει τα μούτρα του μόνο και μόνο για να μπορέσουν να υπάρξουν μερικές σκηνές βαριάς κατάθλιψης, στις οποίες το κοινό τον συμπονάει, ταυτίζεται και δένεται μαζί του, την ίδια στιγμή που βρίζει ανελέητα το άλλο πρόσωπο που «δεν είχε καρδιά, είχε αγκινάρα». Θα ακολουθούσε μια μέση με βάση την οποία ο πρωταγωνιστής κάνει τα πάντα τελικά για να κερδίσει αυτό που θέλει, ενώ φυσικά ο φίλος μας με το σκληρό λαχανικό στην αριστερή πλευρά του στήθους είναι ξεκάθαρα ο κακός που άλλη δουλειά δεν έχει παρά να πληγώνει και να μη βλέπει πως η τύχη του χτυπά την πόρτα. Και στο τέλος, φυσικά, θα βλέπαμε το δεύτερο πρόσωπο βαθιά μετανοημένο να αντιλαμβάνεται πως τελικά η ευτυχία βρίσκεται όπου υπάρχει κάποιος που δηλώνει ερωτευμένος κι έτοιμος να κάνει τα πάντα. Και το κοινό θα το συγχωρούσε αυτό το δεύτερο πρόσωπο, αφού «όλα καλά, κατάλαβε».
Αναρωτιέσαι ακόμα γιατί μας δημιουργείται το αίσθημα της υποχρέωσης μιας ανταπόδοσης; Δε θα σε πάω στα κλισέ του Hollywood ούτε φυσικά προσπαθώ να σου πω πως «οι ταινίες μάς έχουν καταστρέψει». Αναρωτήσου όμως, ποιος από εμάς θα ήθελε να πάρει real life τον ρόλο του κακού; Ποιος από εμάς θα ήθελε να βγει ο άκαρδος; Αυτός που πληγώνει; Ποιος θα τολμούσε να γίνει ο δακτυλοδεικτούμενος και εκείνος που ευθύνεται για την «κατρακύλα» κάποιου άλλου;
Και δε λέω, ίσως ένα μικρό κομμάτι της αίσθησης να προέρχεται όντως από τύψεις, από φόβο μην πληγώσουμε. Κι εκείνες τις φορές όμως, αν το δούμε λιγάκι πιο βαθιά, το κίνητρο δεν είναι όσο ανιδιοτελές θέλουμε να δηλώνουμε. «Φοβόμαστε» μήπως η ζημιά που κάνουμε είναι ανεπανόρθωτη (γιατί είμαστε και μοιραία πρόσωπα τρομάρα μας και «ίσως να μην μπορέσει ποτέ να το ξεπεράσει»). Μιλάμε ουσιαστικά για ένα υπέροχο κοκτέιλ υπεροψίας και ψευτοκαλοσύνης, σερβιρισμένο σε ψηλό ποτήρι. Δεν ακούγεται και τόσο ανεπιθύμητο.
Θες και το άλλο; Αν γυρίσουμε στο παράδειγμα με την ταινία θα δούμε πως τα συναισθήματα που μας συνόδεψαν για το άμοιρο το δεύτερο πρόσωπο που τόλμησε να πει το όχι, είναι πως πέρα από κακό ήταν και κάπως ηλίθιο. Αρνήθηκε τον «αληθινό έρωτα»; Με ποια λογική; Ποιος αρνείται το συναίσθημα σε μια εποχή που όλοι το κυνηγάνε; Σαν να βρίσκεις έναν κουβά με χρυσάφι και να λες «μπα δε βαριέσαι, έχει ΑΤΜ εδώ πιο κάτω, πάω να τραβήξω τα τελευταία είκοσι ευρώ που μου έμειναν και βλέπουμε». Αν λοιπόν δε φοβηθούμε την ταμπέλα του κακού, τρέμουμε εκείνη του βλάκα που, αντικειμενικά, είναι ακόμη πιο βαριά. Κι ακόμα πιο πολύ τρέμουμε μήπως η ταμπέλα αυτή επαληθευτεί. Μήπως όντως ετοιμαζόμαστε να κλοτσήσουμε κάποια τρομερή ευκαιρία που αργότερα δε θα μας δοθεί ξανά. Και προστάζουμε να σωπάσουν όλες οι φωνούλες που μας λένε το ηχηρό «όχι».
Για φόβο μιλάμε λοιπόν. Φόβος του πώς θα φανούμε και μην τυχόν βγούμε οι κακοί και οι αναίσθητοι. Φόβος μήπως κλοτσάμε μια ευκαιρία ή και «φόβος για την ανεπανόρθωτη ζημιά που θα προκαλέσουμε». Φόβος που άλλοτε μοιάζει τρομακτικός κι άλλοτε παράδοξα θελκτικός. Μήπως ήρθε η ώρα όμως να τον αφήσουμε πίσω μας; Μήπως ήρθε η ώρα να συνειδητοποιήσουμε πως το «όχι» στο συναίσθημα είναι δικαίωμά μας αναφαίρετο; Και να ξέρεις, αυτό θα μας τσούξει, κυρίως την επόμενη φορά που κάποιος θα το πει σε εμάς και εμείς θα πρέπει απλά να το σεβαστούμε. Μαθαίνοντας όμως να το σεβόμαστε, μαθαίνουμε ταυτόχρονα και να προχωράμε σε όσα μας βγάζουν το «ναι» αβίαστα. Αξίζει, δε νομίζεις;