Κάνε εικόνα ένα παιδάκι μικρό, που παίζει κρυφτό σε μια πλατεία. Στον πρώτο γύρο, κρύβεται πίσω από το κεντρικό άγαλμα, γιατί είναι μεγάλο και νιώθει να το καλύπτει. Στον δεύτερο, μπαίνει πίσω από ένα συντριβάνι. Αν παρατηρήσεις λίγο ίσως και να φαίνεται, μα εκείνο νιώθει πως το νερό που πετάγεται το κρύβει αρκετά. Νιώθει επίσης να έχει το πάνω χέρι, αφού από εκεί μπορεί να έχει τον έλεγχο του τοπίου και της πίστας μπροστά του. Στον τρίτο γύρο, ξεμένει. Κοιτάει δεξιά, κοιτάει αριστερά, μα κανένα σημείο δεν του δίνει το πάνω χέρι. Πάει λοιπόν πίσω από ένα δέντρο με, όχι τόσο χοντρό, κορμό. Το δεξί του χέρι λίγο εξέχει, όπως και το αριστερό του πόδι και η κόκκινή του φόρμα το προδίδει από χιλιόμετρα. Εκείνο όμως, δεν έχει πλέον οπτική επαφή με όποιον τα φυλάει, οπότε νιώθει καλά.
Κάπως έτσι μοιάζουμε κι εμείς, τις φορές που έχουμε ξενερώσει μέσα σε μια σχέση κι αντί να βάλουμε τον εαυτό μας κάτω να τα πούμε ένα χεράκι και να παραδεχτούμε τι μας γίνεται, αρχίζουμε να σπαταλάμε χρόνο αλλού προκειμένου να μην αναγκαζόμαστε να τον περνάμε με τον «άνθρωπό μας». «Λύνουμε» ένα πρόβλημα, παύοντας να το κοιτάμε και λέμε πως, έτσι μαγικά, δε θα μας δει ούτε αυτό. Ενδόμυχος μηχανισμός άμυνας; Ούτε καν κι ας το βαφτίζουμε έτσι καμιά φορά χάριν ευκολίας. Δειλία και λιποψυχία; Ίσως πιο κοντά στην αλήθεια μας, κυρίως αφού έτσι νιώθουμε τον εαυτό μας, μα ούτε αυτό αγγίζει σωστά την πραγματικότητα. Τι είναι λοιπόν αυτό που μας οδηγεί σε τέτοιες συμπεριφορές; Για να πάρουμε απάντηση, ας ζουμάρουμε λίγο περισσότερο στην ίδια μας τη συμπεριφορά.
Τι κάνουμε; Γεμίζουμε την καθημερινότητά μας με πράγματα που δε μας γεμίζουν. Γιατί; Επειδή ακόμα και κάτι ανούσιο, μοιάζει πιο θελκτικό από το να περάσουμε χρόνο με έναν άνθρωπο που μας βγάζει απέχθεια. Βαριά λέξη θα μου πεις. Απέχθεια μας βγάζουν οι εχθροί μας. Επίτρεψέ μου όμως να διαφωνήσω και να πω πως ξενέρωμα και απέχθεια είναι πιασμένα χέρι-χέρι κι ας έρθουν παρακαλώ οι απανταχού ξενερωμένοι του κόσμου τούτου να επιβεβαιώσουν. Το άγγιγμα του άλλου ξαφνικά γίνεται άβολο, αφού δεν το γουστάρουμε όπως παλιά. Οι λέξεις μας και τα όσα μοιραζόμαστε, περνάνε από ένα φίλτρο πιθανού χωρισμού, αφού ακόμη κι αν κάνουμε κινήσεις για να το αποφύγουμε, στο μυαλό μας είναι ένα μικρό δεδομένο πως θέλουμε αυτός να έρθει. Οι εκφράσεις του άλλου, μοιάζουν ξαφνικά εκνευριστικές και λάθος. Η αναπνοή του η ίδια ώρες και φορές μας ενοχλεί, όχι επειδή υπάρχει, μα γιατί λαμβάνει χώρα πολύ κοντά στο ακουστικό μας πεδίο.
Κι έτσι απότομα, το χόμπι που μέχρι χθες ψιλοβαριόμασταν, θέλουμε τώρα να το προπονήσουμε σε επίπεδο πρωταθλητισμού. Από εκεί που δε βλέπαμε την ώρα κάθε μέρα να δείξει το ρολόι την ώρα που τελειώνει η δουλειά, τώρα σηκώνουμε εθελοντικά το χέρι όταν ζητάνε κάποιον για υπερωρίες. Οι δουλειές του σπιτιού μας αποκτούν διαφορετική αξία και το «θέλει το πάτωμα σφουγγάρισμα» είναι λόγος αρκετά δυνατός για να πούμε στον άλλον να μην περάσει. Οι καινούριες παρέες μας, τι ατυχία, είναι με άτομα που το ταίρι δεν αντέχει ούτε να βλέπει. Άτομα που εδώ που τα λέμε, δε θα επιλέγαμε ούτε εμείς, αλλά είναι εύκολο να αφήνεις τον άλλον να πει το όχι για μια έξοδο. Και φυσικά, όταν βγαίνουμε με κολλητάρι, είναι γιατί «έχει ένα σοβαρό θέμα και πρέπει να τα πούμε λίγο μόνοι», παραλείποντας φυσικά πως το θέμα έχει να κάνει με το τι θα επιλέξει για νέο look αύριο που θα πάει για ψώνια. Κι ενώ τα λέμε όλα αυτά, στα μάτια μας φαινόμαστε σχεδόν αστείοι.
Τι παλεύουμε να πετύχουμε; Εμφανέστατα (και λίγο πρόσκαιρα) το να μη βρεθούμε κάπου που δε θα περάσουμε καλά. Σε ένα δεύτερο και πιο μακροπρόθεσμο (αλλά και λίγο υποσυνείδητο) επίπεδο όμως, ελπίζουμε απλά η συμπεριφορά μας να ενοχλήσει. Ελπίζουμε πως η απομάκρυνση θα δώσει στον άλλον την ιδανική πάσα για να το λήξει και να μας βγάλει από τη δύσκολη θέση του κακού. Εκείνου που πληγώνει. Ή, ακόμη κι αν κρατήσουμε τη θέση αυτή για τον εαυτό μας, ελπίζουμε πως θα προλάβει να ξενερώσει λίγο κι ο άλλος με την πάρτη μας και όταν ανακοινώσουμε τελικά τα κακά μαντάτα, εκείνου θα του φανούν σαν καλά νέα. Δημιουργούμε ουσιαστικά ένα κλίμα απόστασης σε μια προσπάθεια να πλασάρουμε την πραγματική απόσταση σαν λύση, ίσως όχι εύκολη μα αναγκαία.
Ξέρεις ποιο είναι το θέμα με το παιδάκι που κρύβεται πίσω από το δέντρο; Πως, ακόμη κι αν λέει πως εκεί που είναι δεν το βλέπει κανείς, μέσα του ξέρει πολύ καλά πως φαίνεται. Στις υπόλοιπες περιπτώσεις, καλύπτονταν και παρακολουθούσε. Σε αυτήν είναι απλά έτοιμο να τρέξει γρήγορα, μήπως προλάβει να φτάσει πρώτο στη φωλιά και να τα φτύσει, αυτή είναι η μόνη του ελπίδα νίκης. Κάπως έτσι κι εμάς, η συμπεριφορά μας είναι ξεκάθαρη και στα μάτια του άλλου και στα δικά μας. «Κρυβόμαστε» λοιπόν αναμένοντας τη στιγμή που θα πει ότι μας είδε κι απλά ελπίζουμε όταν αυτό συμβεί να έχουμε κάποιο προβάδισμα. Και τι καταφέρνουμε; Να καθυστερούμε.
Μήπως ήρθε λοιπόν η ώρα όλα αυτά που κατά βάθος ξέρουμε, να μας τα πούμε και στα ίσα; Να μας καθίσουμε κάτω για μια κουβέντα ανοιχτή και ντόμπρα; Να βγάλουμε και τον εαυτό μας αλλά και τον άλλον από μια θέση που υποτιμά τη νοημοσύνη και των δύο; Να μην το παίζουμε στην τελική καλά κρυμμένοι, ενώ εξέχει μια κόκκινη φόρμα από δεξιά κι αριστερά; Ίσως. Ίσως πάλι να επιλέξουμε να μείνουμε εκεί λιγάκι ακόμα, με την ελπίδα κάποια στιγμή να μειωθεί τόσο ο κοινός χρόνος, που απλά θα πάψει να υφίσταται. Αν επιλέξουμε όμως αυτό, επιβάλλεται να συμβιβαστούμε και με την ιδέα πως θα μας φαίνονται λιγάκι αστείες οι προφάσεις μας και κάπως δειλός ο εαυτός μας. Μπορούμε; Και κυρίως, θέλουμε;