Επτάμισι χιλιάδες λένε πως είναι οι ποικιλίες μήλων ανά τον κόσμο. Επτάμισι χιλιάδες και ένα ήταν μάλλον στην Εδέμ. Κι όμως, αυτό το ένα επιθύμησαν οι πρωτόπλαστοι. Τόσο πολύ, που ήταν πρόθυμοι να θυσιάσουν το μέλλον τους για το παρόν τους. Γιατί αυτό το ένα, το απαγορευμένο, υπήρχε μια μικρή πιθανότητα να ήταν πιο γλυκό απ’ τα άλλα. Να ‘χε γεύση σαν να ‘τανε πασπαλισμένο με μισό κουταλάκι ζάχαρη και βανίλια, ή μπορεί να είχε ακόμη και κάτι από κανέλα η αίσθησή του, όσο δεν το δοκίμαζαν άρα ίσως κάτι να έχαναν. Έκαναν λοιπόν ένα υπολογισμένο άλμα στο κενό με μια δαγκωματιά. Άφησαν πίσω κήπο και τελειότητα για να γευτούν αυτό που δεν έπρεπε. Έγιναν οι πρώτοι που ενέδωσαν στην επιθυμία κι ταυτόχρονα εκείνοι που άφησαν ιερή κληρονομία σε όσους ήρθανε έπειτα, να κάνουν ακριβώς το ίδιο.
Είναι στη φύση μας άραγε να κολλάμε σε ό,τι δεν μπορούμε να έχουμε; Κατά μία έννοια ναι. Είμαστε έτσι προγραμματισμένοι, άλλοι περισσότερο κι άλλοι λιγότερο, το έχει δείξει αυτό άπειρες φορές η ιστορία. Το ερώτημα όμως είναι, όπως πάντα, το γιατί. Τι είναι αυτό που μας κάνει να φερόμαστε στο απαγορευμένο σαν κάποιος να μας άλειψε με κόλλα στιγμής και να μας πέταξε με δύναμη πάνω του (κι αν όντως αυτό συνέβη, τότε από τι αποτελείται αυτή η κόλλα και είναι τόσο ισχυρή);
Μια πρώτη -και κάπως εύκολη- απάντηση κρύβεται στον «μύθο» που έρχεται πριν από την απομυθοποίηση. Είναι εκπληκτική η ικανότητά μας να φανταζόμαστε και να ωραιοποιούμε. Να προσθέτουμε στο μυαλό μας μια εσάνς από ζάχαρη, βανίλια και κανέλα στο πιο συνηθισμένο μήλο κι ας μας λένε όλοι γύρω πως είναι απλώς φιρίκι. Πρέπει να το δοκιμάσουμε για να βεβαιωθούμε. Για να μπορούμε να πούμε κι εμείς με τη σειρά μας στους επόμενους πως «δεν αξίζει όσο φαίνεται, ίδιο θα είναι με όλα τα άλλα». Να έχουμε τη δυνατότητα να προσθέσουμε με στόμφο το «ξέρω εγώ, να με ακούς». Και να τους παρακολουθούμε μετά με τη σειρά τους να κάνουν τα ίδια λάθη, όσο κουνάμε εμείς αποδοκιμαστικά το κεφάλι και σκεφτόμαστε όλες εκείνες τις σοφιστείες που λένε πως θα ‘πρεπε να μαθαίνουμε από τα λάθη των άλλων.
Αν το πάμε λίγο πιο βαθιά, θα δούμε πως οι άλλοι λόγοι είναι κάπως πιο περίπλοκοι κι αυτό γιατί φωλιάζουν στα πιο βαθιά κομμάτια του μυαλού μας, στο ίδιο δωμάτιο που πάνε και κλείνονται οι ανασφάλειές μας. Όσες έρχονται να μας πουν πως κάποιο πρόσωπο δεν μπορούμε να το έχουμε, όχι λόγω περιστάσεων, κακού συγχρονισμού, ή συγκυριών ανάποδων, μα επειδή είναι «εκτός της κατηγορίας μας». Κάτι σαν να έχουμε προπονηθεί για ανάβαση στην Πάρνηθα και να βάζουμε ξαφνικά στο μάτι την κορυφή του Έβερεστ. Έτσι νιώθουμε τουλάχιστον κι ας μην έχουν καμιά σχέση με τα βουνά οι άνθρωποι. Kι ας μην προσομοιάζουν όσοι επιθυμούμε κορυφές. Αν καταφέρεις σε αυτήν την περίπτωση το «αδύνατο» είναι σαν να ανεβάζεις και τον εαυτό σου. Σε βλέπεις στον καθρέφτη λίγο πιο ψηλό, πιο έξυπνο, πιο θελκτικό γιατί για να τα κατάφερες με ένα τέτοιο ταίρι, μάλλον κάποιον άσσο έχεις στο μανίκι που αγνοούσες πως είναι εκεί.
Και οι άσσοι, όσοι κι αν είναι, όσο καλά κι αν τους έχουμε κρυμμένους, έχουν άλλο ένα στοιχείο που προσθέτει στην απόλαυση και μας κάνει να κολλάμε. Πως πρέπει να χρησιμοποιηθούν σωστά. Πρέπει να τους ρίξουμε στο τραπέζι με τρόπο που να μην κινήσουμε υποψίες, τη σωστή στιγμή, με το σωστό συνδυασμό και να βγουν απ’ το μανίκι χωρίς να φανούν. Ακόμα και η έκφραση του προσώπου μας πρέπει να ‘ναι άρτια, pokerface που λένε οι γνώστες. Είναι με άλλα λόγια δύσκολοι οι άσσοι· κι ό,τι έχει δυσκολία είναι γνωστό πως μας ιντριγκάρει. Ρίχνει πόντους στο καλαθάκι των ικανοτήτων μας, πόντους που τίποτα το «εύκολο» δε θα μπορούσε να προσφέρει. Όπως τότε που ήμασταν παιδιά και παίζαμε σε αλάνες και σχολικές αυλές. Χαιρόμασταν μεν αν βάζαμε γκολ σε άδειο τέρμα, γιατί και πάλι μέτραγε, μα αν βάζαμε ένα από τη σέντρα και με καλό τερματοφύλακα να φυλάει τα δίχτυα, τότε η χαρά ήταν ανείπωτη. Πώς λοιπόν να μην κολλήσουμε ακόμα και με το ενδεχόμενο του δύσκολου;
Είναι τελικά θέμα της κληρονομιάς μας το να επιθυμούμε τόσο το απαγορευμένο, ή είναι μια τόση δα γραμμή περασμένη στον κώδικα του εγκεφάλου μας, που ό,τι και να κάνουμε δεν μπορούμε να παραβλέψουμε; Απάντηση δε δίνω, τη βρίσκει ο καθένας στην αλήθεια του. Το σίγουρο όμως είναι ένα. Ό,τι επιλογές και να έχουμε στο τραπέζι μας, ακόμα κι επτάμισι χιλιάδες, πάντα θα επιλέγουμε εκείνη τη μία, την παράταιρη, την απαγορευμένη. Εκείνη που υπάρχει πιθανότητα είναι πασπαλισμένη με λίγη παραπάνω ζάχαρη και βανίλια. Εκείνη που στο μυαλό μας πήρε την πρώτη θέση λόγω του ότι ήταν εκτός των ορίων μας.
Θέλουμε και τη δική σου άποψη!
Στείλε το άρθρο σου στο info@pillowfights.gr και μπες στη μεγαλύτερη αρθρογραφική ομάδα!
Μάθε περισσότερα ΕΔΩ!