Ας κάνουμε εικόνα μια υπέροχη τούρτα, με κεράκια πολύχρωμα και γλασάρισμα που θα ζήλευαν και οι καλύτεροι ζαχαροπλάστες, σε ένα παιδικό πάρτι. Το παιδάκι που γιορτάζει, αφού ακούσει το τραγούδι του και φυσήξει με δύναμη για να σβήσει τη φωτιά που καίει πάνω από το γλυκό του, ανυπομονεί για το κομμάτι του. Κάπου εδώ όμως τα πράγματα παίρνουν μια διαφορετική από την κλασική τροπή. Έρχεται κάποιος και του λέει πως έχει δύο επιλογές. Είτε θα φάει τη τούρτα του ολόκληρη, είτε απαγορεύεται και να τη δοκιμάσει. Το ερώτημα που προκύπτει είναι το εξής. Όσο κι αν θέλει το παιδί να γευτεί την τούρτα, με όση σιγουριά κι αν δηλώσει πως δε θα αφήσει ούτε γωνίτσα και με όση αυτοπεποίθηση κι αν πιάσει το κουτάλι, ποιες είναι οι πιθανότητες τελικά να τα καταφέρει; Κι έστω ότι η όρεξή του, άντε και το μέγεθος της τούρτας, συνηγορούν στο να το πετύχει. Τι γίνεται αν στην πρώτη μπουκιά αντιληφθεί ότι η γεύση είναι βανίλια-καραμέλα κι εκείνο είχε όρεξη καθαρά και μόνο για σοκολάτα-φράουλα;

Γνωστή ατάκα των απανταχού ερωτευμένων, ξεκάθαρα εκβιαστική μα με την ταμπέλα της ρομαντικής να την ακολουθεί. «Όλα ή τίποτα». Υπάρχει όμως τελικά το «όλα ή τίποτα» στις σχέσεις; Ή πρόκειται απλώς για μια ουτοπία βασισμένη στη θελκτικότητα του απόλυτου; Για να δοθεί απάντηση πρέπει να προσδιοριστεί το «όλα». Μα αυτό μας δυσκολεύει για αρκετούς λόγους.

Πρώτος και κυριότερος; Ουσιαστικά αυτός που λέει την ατάκα, συχνά εννοεί μόνο τα όσα ο ίδιος είναι διατεθειμένος να θυσιάσει. Ας το δούμε λίγο πιο καθαρά με ένα παράδειγμα. Αν πέσει η φράση στο πλαίσιο ενός καβγά περί κοινού χρόνου και τη στιγμή που ειπωθεί ουσιαστικά εννοήσει το «εγώ μετά χαράς να βάλω σε δεύτερη μοίρα φίλους -που ίσως να μη γουστάρω και πολύ- για πάρτη σου» υπονοώντας όμως το «εσύ γιατί να βγεις σήμερα με τους δικούς σου φίλους -που επίσης δε γουστάρω και πολύ αλλά δεν το λέω», σημαίνει αυτό άραγε πως στον βωμό του κοινού χρόνου θα υπήρχε διάθεση να θυσιαστεί και κομμάτι δουλειάς που με πολύ κόπο χτίστηκε, προσωπικής ξεκούρασης για την οποία υπάρχει τεράστια ανάγκη, οικογενειακών υποχρεώσεων και λοιπών δεσμεύσεων; Ή το «όλα» ξαφνικά περιορίζεται στο πλαίσιο του σημείου που θέλω να τονίσω, αποκλείοντας τεχνηέντως οτιδήποτε άλλο;

 

 

Όταν γυρίσω και πω σε κάποιον το «όλα ή τίποτα», ουσιαστικά ξέρεις τι του λέω; «Είμαι καλύτερός σου». Τον κοροϊδεύω λίγο μεσ’ στη μούρη του παίζοντάς το και καλά ανώτερος με ατάκες που σε μια δεύτερη ανάγνωση δηλώνουν πως «εγώ, φίλε μου, τα έχω τα κότσια χωρίς καμία αμφιβολία. Εσύ είσαι αντάξιός μου;». Και το αστείο είναι πως εκείνη τη στιγμή υποτιμώ τον άνθρωπο απέναντί μου, όχι επειδή του αξίζει ή επειδή έχω αποδείξει την υπεροχή μου, μα επειδή δεν έκατσα να σκεφτώ ουσιαστικά τι λέω. Επειδή φάνηκα αρκετά ανώριμος ώστε να μην κάτσω να αναλογιστώ ποτέ τι σημαίνουν οι λέξεις μου και πόσο βαρύ είναι εκείνο το «όλα». Γιατί, ας το παραδεχτούμε, αν είχα όντως αντιληφθεί περί τίνος πρόκειται τότε οι πιθανότητες είναι ότι θα παρακαλούσα να απαντήσει «τίποτα». Θα φάνταζε -και θα ήταν- απερίγραπτα πιο ανώδυνο.

Πάμε να μιλήσουμε λίγο και για το πιο εκβιαστικό κομμάτι της πρότασης; Εκείνο το τόσο απόλυτο και αυστηρά τετραγωνισμένο «τίποτα», που θέλει και καλά να δηλώσει πως «είμαι τέρμα συνειδητοποιημένο τυπάκι και δε συμβιβάζομαι» και καταλήγει τελικά να λέει πως «είμαι αρκετά εγωιστής ώστε να μην κάνω ουδεμία υποχώρηση από τη θέση μου. Έχω ολίγον τι γραμμένες τις ανάγκες του ανθρώπου απέναντί μου. Κινούμαι και πράττω βάσει εμένα. Συμβιβάσου». Και γιατί να συμβιβαστεί ο άλλος, αναρωτιέμαι τώρα εγώ, όταν εμείς εκείνη τη στιγμή δηλώνουμε ευθαρσώς πως εμείς δεν είμαστε διατεθειμένοι να κάνουμε το ίδιο. Όταν ζητάμε να επιλέξει το δικό του «τίποτα» για να χωρέσει στο δικό μας «όλα». Όταν ουσιαστικά έχουμε την πίτα ανά χείρας, έχουμε το σκύλο στο άλλο χέρι κι αντί να δώσουμε κάτι απαιτούμε από τον απέναντι να θυσιάσει το δικό του κομμάτι για να χορτάσει το ζώο χωρίς να έχουμε χάσει ούτε ψίχουλο από τα δικά μας. Άδικο δεν είναι;

Υπάρχει στις σχέσεις τελικά εφαρμογή της εν λόγω πρότασης; Ίσως και να υπάρχει, ναι, σε εκείνες τις περιπτώσεις όμως που μιλάει για όσα είναι για τα εκάστοτε πρόσωπα σημαντικότερα από οτιδήποτε. Σε εκείνες τις λίγες περιστάσεις που χώρος για υποχωρήσεις δεν υπάρχει. Αν κάποιος ζητάει σχέση με αποκλειστικότητα για παράδειγμα, τότε είναι απόλυτα λογικό να επιλέξει να είναι είτε στο όλα είτε στο τίποτα. Συχνά λοιπόν βρίσκει εφαρμογή στα όσα δε χρειάζεται καν να ειπωθεί.

Σε όλες τις υπόλοιπες, τις πιο απλές και καθημερινές στιγμές, υπάρχει εφαρμογή; Αν ναι, τότε ίσως να πρέπει να σκεφτούμε σοβαρά να την καταργήσουμε. Δεν είναι συμβόλαια οι σχέσεις να σηκώνουν τελεσίγραφα. Τις τσακίζουν και το κάνουν μάλιστα ύπουλα, αφού ακόμα και το «όλα» να επιλεχθεί το βάρος της απόφασης μένει να στοιχειώνει. Ας αφήσουμε λοιπόν τις μεγάλες λέξεις, τις απόλυτες και τις τετράγωνες. Ας επιλέξουμε τις μεγάλες πράξεις. Εκείνες που κάνουν πραγματικότητα όσα οι δηλώσεις αδυνατούν.

 

Συντάκτης: Μαρία Ρουσσάκη