Είναι γνωστό ότι για κάποιο λόγο, όταν βάζεις εμάς τους ανθρώπους να μιλάμε για συναισθήματα, ενώ δηλώνουμε με πάθος πως αποζητούμε τα θετικά και πως αυτά μας κινούν, καταλήγουμε τελικά να αφιερώνουμε το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου μας στα αρνητικά. Όταν μιλάμε για σχέσεις βγάζουμε παραπάνω συναίσθημα μιλώντας για το τέλος τους κι όταν μιλάμε για έρωτες για κάποιο λόγο μας εμπνέουν τελικά λιγάκι παραπάνω τα απωθημένα. Δεν είναι σπάνιο λοιπόν να παίρνουμε την ταμπέλα αυτή και να τη χρησιμοποιούμε για όποια καψούρα μας για κάποιο λόγο έμεινε μισή. Είναι όμως πάντα έτσι; Είναι κάθε ημιτελής έρωτας κι από ένα απωθημένο;
Όχι. Απλή η απάντηση και ξεκάθαρη. Και αυτό γιατί οι έρωτες που έμειναν ανολοκλήρωτοι στη ζωή του καθενός μας είναι συχνά πάνω από ένας. Άλλοι λόγω περιστάσεων ή «κακού timing», άλλοι λόγω ενός χωρισμού που έσκασε σαν βόμβα σε μια στιγμή που ούτε που πέρναγε από το μυαλό μας και κάποιοι τρίτοι λόγω της χλιαρότητας που κάποια στιγμή χτύπησε την πόρτα μας και μας έκανε να απομακρυνθούμε με συνοπτικές διαδικασίες. Και όλες αυτές οι περιπτώσεις συνυπάρχουν μεταξύ τους.
Απωθημένα από την άλλη δεν μπορείς να έχεις πολλά. Δεν μπορεί το κεφάλι να σκαλώσει σε παραπάνω από ένα σημεία. Μοιάζει λίγο με αμάξι, βλέπεις, το μυαλό μας. Αν δεν του βάλεις πρώτη για να ξεπαρκάρεις από τη θέση που βρίσκεσαι, δεν πάει να το ‘χεις αναμμένο, δεν πάει να πατάς και γκάζι και φρένο εναλλάξ, τη βενζίνη σου θα κάψεις αλλά να μετακινηθείς αποκλείεται! Δεν είναι φυσικά δυνατό να βρεθείς σε δύο σημεία ταυτόχρονα. Δεν είναι φυσικά δυνατό να συνυπάρχουν τα απωθημένα.
Σημαίνει λοιπόν αυτό ότι τα απωθημένα μας μπορεί να αλλάζουν; Ναι, ένας έρωτας μεγαλύτερος από ό,τι είχαμε ζήσει μέχρι τώρα είναι ικανός να υπερισχύει οποιουδήποτε προηγούμενου. Πόσες φορές όμως πιστεύεις ότι μπορεί να συμβεί κάτι τέτοιο; Δεν είναι ρούχα τα απωθημένα, να αλλάζουμε μεταξύ καλοκαιρινών και χειμωνιάτικων κάθε που αλλάζει ο καιρός. Βαφτίζοντας κάθε μικρή καψούρα έρωτα και κάθε συναίσθημα χωρίς ανταπόκριση απωθημένο, χάνουν τα αληθινά την αξία τους. Υποβιβάζονται, μπαίνουν σε ένα τσουβάλι μαζί με ένα σωρό πραγματάκια ανούσια. Γιατί να τους το κάνουμε αυτό; Γιατί να καίμε λέξεις στο βωμό του εντυπωσιασμού; Και ξέρεις ποιο είναι τελικά το πιο αστείο; Το ποιον προσπαθούμε να εντυπωσιάσουμε.
Τον εαυτό μας θέλουμε να κάνουμε να πει κάποιο επιφώνημα, κανέναν άλλο. Θέλουμε να μας πείσουμε πως αυτό που ζήσαμε -ή και δε ζήσαμε- με κάποιον τρόπο άξιζε λίγο παραπάνω απ’ όσο αρχικά είχαμε υπολογίσει. Κι αυτό γιατί ξέρουμε πως ο έρωτας προσθέτει, μας κάνει να ζούμε εντονότερα. Ναι, η κάθε μέρα που ζούμε ερωτευμένοι είναι αντικειμενικά λίγο ομορφότερη, σε μια αναζήτηση όμως αυτού του ωραιότερου χανόμαστε και βαφτίζουμε συναισθήματα με λέξεις που δεν τους ταιριάζουν. Κρίμα δεν είναι;
Ας αφήσουμε στην άκρη όλες εκείνες τις λέξεις που ηχούν βαριές, ή έστω ας τις χρησιμοποιούμε προσεκτικά και φειδωλά. Ακόμη κι αν νιώθουμε πως κάποιο πρόσωπο οδεύει στο να γίνει απωθημένο, ας δώσουμε λίγο χρόνο για να περάσει η ένταση της στιγμής πριν κρεμάσουμε όντως την ταμπέλα αυτή δίπλα στο όνομά του. Έτσι, όταν τελικά τη χρησιμοποιήσουμε, θα ξέρουμε πως έχει κάποιο νόημα. Και το σημαντικό με αυτό είναι πως έτσι θα μπορέσουμε αυτοστιγμεί να καταλάβουμε και αν αξίζει να τα παίξουμε όλα για όλα προκειμένου η ταμπέλα τελικά να αλλάξει.