«Δεν ξέρω τι θέλω». Ίσως το έχεις ακούσει, ίσως το έχεις σκεφτεί για κάποιον άλλον βλέποντας κάποιες συμπεριφορές, ίσως το έχεις πει και ο ίδιος.
Φράση δύσκολη να την πούμε, ας ξεκινήσουμε από αυτό. Και αυτό γιατί όταν τη λέμε δυνατά στην ουσία παραδεχόμαστε μία μικρή προσωπική μας αποτυχία. Ή τουλάχιστον έτσι νομίζουμε. Παραδεχόμαστε ότι τουλάχιστον για εκείνη τη στιγμή δεν έχουμε τον απόλυτο έλεγχο του εαυτού μας. Κάτι μέσα στο κεφάλι ή στην καρδιά μας νιώθει μπερδεμένο, δεν ξέρει πώς να αντιδράσει και προς τα πού να κινηθεί. Φράση δύσκολη να την πούμε και γιατί έρχεται πακέτο με ένα σωρό ερωτηματικά. «Και αν κάνω λάθος;», «και αν πληγώσω;», «και αν πληγωθώ;»
Σπάνια είναι η πρώτη μας επιλογή. Σχεδόν ποτέ. Για την ακρίβεια η τελευταία είναι κατά κανόνα. Αφού έχουμε βάλει τα δυνατά μας να βγάλουμε μία άκρη με το μέσα μας, αφού το έχουμε παλέψει και αφού έχουμε δει ότι δεν τα καταφέρνουμε, τότε και μόνο τότε αφήνουμε τον εαυτό μας να το πει δυνατά και είναι κάτι μεταξύ έκλυσης για βοήθεια και φράσης-κλειδί για να πάρουμε την απαιτούμενη απόσταση που έχουμε ανάγκη. Είναι η φράση που μας δίνει το δικαίωμα στην απόκτηση και στην απαίτηση μιας κάποιας κατανόησης από την άλλη μεριά, μιας κατανόησης που ξέρουμε ότι υπό άλλες συνθήκες δε θα είχαμε το δικαίωμα να ζητάμε, τώρα όμως το αποκτούμε. Γιατί πολύ απλά είμαστε μπερδεμένοι.
Φράση δύσκολη κι αν την ακούσουμε. Και αυτό γιατί συνήθως πάει πακέτο με κάποια καινούρια δεδομένα, τα οποία δεν επιλέξαμε μεν εμείς, από εμάς όμως αναμένεται να τα ακολουθήσουμε ή να τα σεβαστούμε. Και ειδικά αν στο δικό μας το κεφάλι τα πράγματα είναι ξεκάθαρα και καμία αμφιβολία δεν υπάρχει ως προς το τι θέλουμε, τότε πρόκειται για φράση που ίσως αφήσει την ίδια αίσθηση που θα άφηνε ένα βρεγμένο δάχτυλο στην πρίζα.
Και όταν κάποιος είναι σίγουρος για τα αισθήματά του ίσως σκεφτεί ότι είναι το πλέον εύκολο να πείσει και τον άλλον. Να τον ξεμπερδέψει, να τον κάνει να καταλάβει ότι η επιλογή του «μαζί» είναι ο πιο όμορφος μονόδρομος. Ίσως του φανεί ακόμη και σαν μία γλυκιά πρόκληση, μία ευκαιρία για διεκδίκηση.
Προσοχή όμως, γιατί το «δεν ξέρω τι θέλω» δεν αφήνει πουθενά να εννοηθεί ότι «είμαι ανοιχτός σε όλα», το ακριβώς αντίθετο. Η φράση «είμαι κλειστός στα περισσότερα» είναι πολύ πιο κοντά στο νόημα της αίσθησης που έχει ένας άνθρωπος μπερδεμένος. Και να θυμάσαι ότι στα δωμάτια του μυαλού και του έρωτα η πόρτα ανοίγει μόνο από μέσα. Αν αρχίσεις να σπρώχνεις με μανία μία πόρτα κλειστή, οι πιθανότητες αυτή να ανοίξει λιγοστεύουν και οι πιθανότητες να ακούσεις το κλειδί να διπλοκλειδώνει ανεβαίνουν επικίνδυνα. Η πίεση δύσκολα θα καταφέρει να βοηθήσει. Πιο καλά να μείνει ο απαιτούμενος χώρος για να ξεμπλεχτεί το νήμα και εσύ μετά να το ακολουθήσεις για να δεις τι έκρυβε στα αλήθεια στην άκρη του.
Όταν κάποιος έχει αυτό που που τον καλύπτει πραγματικά, το νιώθει, το ξέρει, αισθάνεται γεμάτος. Όταν δε νιώθει έτσι τότε προφανώς ακόμη κάτι λείπει. «Και αν κάτι λείπει, τότε γιατί να βρίσκεται σε μία σχέση; Γιατί να ταλαιπωρεί και τον άλλον; Γιατί να τον εκμεταλλεύεται;» Γιατί πολύ απλά κάποια πράγματα μπορεί να βγουν στην πορεία. Ίσως μπαίνοντας σε μία σχέση να βρούμε κάποια από τα στοιχεία που ζητάμε, ίσως πολλά να είναι αυτά που μας αρέσουν, που μας κάνουν όντως να θέλουμε να προσπαθήσουμε να το κάνουμε να πετύχει. Κάτι όμως μέσα μας μπορεί να αρχίζει να μας φωνάζει ότι αυτό δεν είναι το απόλυτο, δεν είναι αυτό που τελικά ζητάμε. Και αυτό μπορεί να συμβεί είτε στην αρχή είτε πολύ αργότερα.
Έχει νόημα ο συμβιβασμός; Αυτό δεν μπορώ να σου το απαντήσω, μπες όμως στη διαδικασία να σκεφτείς κατά πόσο θα άντεχες την απειλή του απόλυτου να παραμονεύει μόνιμα πάνω από τα κεφάλια σας. Σκέψου επίσης το κατά πόσο αυτό το μικρό ανθρωπάκι που φωνάζει ότι κάτι πάει λάθος, μπορεί τελικά να βγάλει το σκασμό και να αφήσει και τους δύο να απολαύσουν αυτό που ζουν ή αν θα γίνει το ενοχλητικό τρίτο πρόσωπο που κάνει κάποιον να μην είναι ευτυχισμένος.
Φράση λοιπόν δύσκολη στο να την πεις, δύσκολη και στο να την ακούσεις. Δύσκολη στο να τη διαχειριστείς από όποια μεριά και να είσαι. Με όποιον τρόπο όμως και αν βρεθεί στο δρόμο σου, μην την αγνοήσεις. Είτε φρόντισε να την εκφράσεις, δίνοντας στον εαυτό σου το χώρο που χρειάζεται, είτε προσπάθησε να εκτιμήσεις την ειλικρίνεια που πέφτει στο τραπέζι ακόμη και αν αυτή μπορεί να σε πληγώνει. Μόνο μην πέσεις στην παγίδα να κάνεις ότι δε τη βλέπεις και αυτό, γιατί όσο και αν κλείνεις μάτια και αφτιά το πρόβλημα θα παραμείνει εκεί και το μόνο σίγουρο είναι ότι από μόνο του δε θα λυθεί ποτέ.
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.