Είχα πει πως δε θα ξαναγράψω για σένα. Και την ίδια στιγμή που το «ορκιζόμουν» ήξερα ότι δε θα το τηρούσα ποτέ. Δεν είναι θέμα εμμονής, δεν έχει να κάνει με το αν πήγα ή όχι παρακάτω, αν σε ξεπέρασα και τα λοιπά.
Για εμάς τους παράξενους τύπους που ζούμε ξεσπώντας σε χαρτιά κι οθόνες γράφοντας, κάθε όμορφη ιστορία αξίζει να χαραχτεί στην αιωνιότητα μέσα απ’ τα συναισθήματα που καταφέρνουν οι λέξεις μας να ζωντανέψουν. Δεν είναι ίσως τίποτε μπροστά στο χειμαρρώδες του μέσα μας όμως είναι σίγουρα κάτι.
Η δική μας ήταν, που λες, μια μικρή όμορφη ιστορία. Τουλάχιστον για μένα. Ανεξάρτητα απ’ το πώς γράφτηκε το the end -είτε ήταν παραμύθι είτε πραγματικότητα- ξεχείλιζε αρώματα, χρώματα κι επιθυμίες. Ισορροπούσε ανάμεσα στο κόκκινο και στο μαύρο του έρωτα, πάλευε με τις αντιθέσεις και τον εαυτό της, πίστεψε μέχρι κι η ίδια για λίγο πως θα μπορούσε ίσως να γεννηθεί κι ας μην τα κατάφερε.
Ίσως, λοιπόν, όσα γράφω για εκείνο το αγέννητο «εμάς» να μην είναι τίποτε περισσότερο ή λιγότερο από έναν φόρο τιμής σε όλα τα όμορφα που δεν προλάβαμε να ζήσουμε. Μα και σε όσα ελάχιστα βιώσαμε μέσα σ’ ένα περίπου μαζί.
Γράφω και μπερδεύω εποχές. Μπερδεύω το τώρα με το τότε. Μοιάζει το φθινόπωρο ξανά με τέλος καλοκαιριού κι ο χειμώνας με αρχές φθινοπώρου. Γράφω και στιγμιαία ένα χάδι σου τολμάει να ξαναγίνει αίσθηση στο μάγουλό μου. Όσο τα δάχτυλά μου χορεύουν πάνω στο πληκτρολόγιο λες και βρίσκομαι σε κατάσταση έκστασης νιώθω την αύρα σου στα δεξιά μου τόσο έντονα που σκέφτομαι πως έτσι και γυρίσω τα μάτια μου θα είσαι και πάλι εκεί. Δίπλα μου. Και θα με κοιτάς όπως το πρώτο βράδυ που παλεύαμε να μην ξεπεράσουμε όσα γαμημένα όρια αυτή τη στιγμή θα έσπαγα σαν να μην υπάρχει αύριο. Γράφω κι ακούω τη φωνή σου να μου λέει πως δεν αντέχεις άλλο λίγο πριν αφεθώ κι αμέσως μετά την ακούω να μου λέει πως δεν μπορείς να με ξαναδείς αφού αφέθηκα.
Γράφω και το δωμάτιό μου πλημμυρίζει άρωμα κανέλας καθώς έξω φυσάει μαζεύοντας σύννεφα στον ουρανό κι αναρωτιέμαι πώς θα ήταν αν κάποιο πρωινό χρειαζόταν να μου φτιάξεις έναν καφέ ή ένα τσάι για να το πιούμε παρέα. Και μπερδεύεται η κανέλα με το αρωματικό τσιγάρο μου και γίνονται ένα. Πώς θα ήταν αν ήσουν αλήθεια; Πώς θα ήταν αν ήσουν εδώ; Γράφω και ζωντανεύω φιλιά με γεύση σοκολάτα για να θυμάμαι ύστερα το ανεξήγητο γέλιο σου κάθε φορά που φιλιόμασταν και να χαμογελάω.
Γράφω για όσα «μου λείπεις» έχει πάρει ο αέρας όλον αυτόν τον καιρό και δεν έφτασαν στ’ αυτιά σου ποτέ και για όσα συναισθήματα έπνιξα για να μην τρομάξω και τους δυο μας. Γράφω για όσα σου είπα μα και για όσα δεν πρόκειται να σου πω. Για τις αλήθειες σου, αλλά και για τα ψέματά σου. Γράφω για ‘σένα μιας και δε σου γράφω ούτε σου μιλάω όπως θα ήθελα πια.
Γράφω γιατί δεν κατάφερα να γίνω ο πραγματικός σου έρωτας μα όσο κι αν αυτό με πόνεσε, θέλω έστω να παραμείνω μια γλυκιά ανάμνηση που πάντα θα σε συντροφεύει. Δεν ξέρω ως τι, μη με ρωτάς. Δεν έχω καταλάβει κι έτσι γράφω ακόμη και για όσα δικά σου δεν κατάλαβα.
Γράφω ακόμη γιατί ό,τι μου συμβαίνει τόσο απελπιστικά σπάνια δε γουστάρω να το περνάω στα ψιλά γράμματα. Γιατί έτσι είμαι εγώ. Των άκρων. Απ’ το μηδέν στο χίλια και το αντίστροφο. Κι όσο τρομακτικά είναι αυτά τα άκρα μου τόσο παθιασμένα τους δίνομαι. Ακόμη κι αν ήμουν ένας επιφανειακός ενθουσιασμός για τα μάτια σου μου αρκεί που για μένα ήσουν τα δικά μου. Δε με νοιάζει το γιατί. Εσύ ήσουν που τα κατάφερες τελικά και μπράβο σου. Και τώρα γράφω.
Γράφω και για εκείνα τα άλλα μάτια που είχαν την τύχη να σε κάνουν να νιώσεις όσα ένιωσα για σένα εγώ και για την τραγική ειρωνεία του πράγματος που καθιστά τον έρωτα παράφορο κι επικίνδυνο. Για μένα ήσουν κάτι σαν σίφουνας που πέρασες απ’ τη ζωή μου, θέρισες τα δεδομένα μου κι ας νόμιζα πως δεν είχα κι έφυγες θέλοντας να μου μάθεις πώς είναι να πονάς από συναισθήματα για έναν άλλον άνθρωπο.
Δεν το παίζω μυστήρια μα όντως δεν είχα βιώσει την αίσθηση αυτή. Και δεν είναι ωραία. Έμπνευση είναι μα όχι όσο ο έρωτας όταν θεριεύει ανάμεσα σε δυο ψυχές και δυο κορμιά. Είναι έμπνευση φάντασμα όπως αυτή που με κάνει τώρα να γράφω. Και θα τη θυσίαζα χωρίς δεύτερη σκέψη –πίστεψέ με– αν ήταν να γράψω τώρα πάνω στο κορμί σου χρησιμοποιώντας τις αισθήσεις μου αντί για λέξεις.
«Τέτοια αρετή έχει η πένα μου που εσύ θα ζεις ακόμα εκεί που πνέει η αναπνοή, μες στων θνητών το στόμα.»
-William Shakespeare
Επιμέλεια Κειμένου Έλλης Πράντζου: Πωλίνα Πανέρη