Σε φοβήθηκα. Τόσος καιρός έχει περάσει κι έτσι μπορώ πλέον να είμαι ειλικρινής τόσο με τον εαυτό μου όσο και με την απουσία σου. Με την παρουσία σου δεν ξέρω, βλέπεις, αν υπήρξα ποτέ πραγματικά όσο ειλικρινής θα ήθελα. Μα τώρα στο λέω γιατί ξέρω ότι δε θα το μάθεις ποτέ. Σε φοβήθηκα. Με ξύπνησες, με ταρακούνησες τόσο ανεξήγητα συναισθηματικά που δεν πρόκειται να στο συγχωρήσω ποτέ όπως ούτε στον εαυτό μου. Όταν έλειπες μαζί σου τολμούσα στην κυριολεξία τα πάντα κι όταν εμφανιζόσουν όλα μέσα μου δένονταν κόμπος και δεν τολμούσα τίποτε. Τίποτε πέρα από το να νιώθω. Να νιώθω και να μην ξέρω πώς να το εκφράσω, να νιώθω και να σκαλώνω, να νιώθω και να χάνομαι, να νιώθω και να τρομάζω, να νιώθω και να μουδιάζω, να νιώθω. Κι αυτό στην τελική ήταν κάτι παραπάνω από αρκετό για να σε φοβηθώ.

Ήθελα το μαζί σου πιο πολύ κι απ’ όσο (θα) το άντεχα. Γι’ αυτό όλα χώρια σου τα ζούσα στο μυαλό μου κι όσο κι αν έλεγα πως δε θα δειλιάσω την επόμενη φορά ήξερα ήδη πως ήταν ψέμα. Σε κάθε επανεμφάνισή σου κατέβαζα διακόπτες για να μην αφεθώ. Δεν το πίστευα, βλέπεις, ποτέ ότι μπορεί ένα δικό μας μαζί να υπάρξει. Έπειτα σκεφτόμουν στιγμές στιγμές μήπως εμείς παγιδέψαμε κάθε πιθανότητα μέσα στον φαύλο κύκλο της ψυχαναγκαστικής κι αμήχανης και καλά χαλαρότητάς μας. Το παίζαμε άνετες, το παίζαμε ανοιχτές, το παίζαμε συνειδητοποιημένες, το παίζαμε ειλικρινείς. Όλα στο ντεμί και στο ντεμέκ. Ακόμη κι αν είχαμε μια πιθανότητα τη σκοτώσαμε με τα ίδια μας τα χέρια.

Αν με ρωτήσεις δε θα ξέρω ούτε τώρα να σου πω τι στην ευχή μας σκάλωνε πάντα τόσο. Οι περισσότεροι εκεί έξω θα το έριχναν στις ανασφάλειες και για να είμαι ειλικρινείς δε νομίζω πως θα είχαν άδικο εν μέρει. Πόσο προβλέψιμο και κλισέ είναι όμως όλες σου τις μαλακίες να τις αιτιολογείς βάσει ανασφαλειών! Θα μου πεις αυτές είναι συνήθως που δε μας επιτρέπουν να ανοιχτούμε, να αφεθούμε, να δείξουμε από τους εαυτούς μας το κάτι παραπάνω. Πάσο. Ωστόσο κάθε άνθρωπος μας βγάζει και κάτι διαφορετικό, κάποιοι εντείνουν ορισμένες από τις ανασφάλειές μας, άλλοι τις κατευνάζουν, άλλοι ξυπνούν εκείνες που δεν ξέραμε ότι έχουμε καν. Εγώ τι να σου έβγαλα άραγε; Αυτό με έτρωγε. Τι σου ξύπνησα εγώ; Κι εσύ, όμως, μήπως ξέρω τι έβγαλες σε μένα; Πώς γίνεται δυο άνθρωποι που μοιάζει να ζούνε μέσα τους το μοιραίο, εκεί έξω, στην πραγματικότητα του κόσμου, να μην αντέχουν το μαζί;

Αλήθεια, ήθελα να σε ρωτήσω και δεν το έκανα ποτέ: Τόλμησες ποτέ να μας σκεφτείς μαζί; Κι αυτή η ερώτηση μέσα στις τόσες με τρόμαζε τότε. Ή μάλλον, αν θέλω να είμαι απόλυτα αληθινή, η απάντησή σου ήταν που δε θα τολμούσα να ακούσω. Όπως και πολλές άλλες απαντήσεις σου που έμεινα να τις φαντάζομαι και να τις υποθέτω γιατί σε θέλησα τόσο που προτίμησα απλώς να σε χάσω από το να μου αρνηθείς. Να σε αφήσω να φύγεις, να μείνω κι εγώ μακριά κι όλα ασφαλή, όλα τακτοποιημένα. Για πες μου όμως τώρα θέλησες ποτέ να μας σκεφτείς μαζί; Αυτό το τρελό, αταίριαστο, επισφαλές, αλλόκοτο, διπολικό μα τόσο ελκυστικό μαζί.

Ξέρεις, στο είπα, αν μου τη δίνει κάτι στα παρελθόντα μας είναι πως όταν ήμασταν δυο μας όσα κι αν νιώθαμε μέσα μας όλα τα παριστάναμε μεταξύ μας. Τα μέσα μας τα καταπίναμε και τα έξω μας τα συμμαζεύαμε όπως όπως. Ποτέ δε μάθαμε πώς θα ήταν αν το ζούσαμε με πόρτες ανοιχτές, αν ήμασταν ειλικρινείς, αν ήμασταν αληθινές, αν τολμούσαμε, αν γαμούσαμε αμηχανίες και κολλήματα κι εκείνες τις μπάσταρδες κλισέ ανασφάλειές μας μπας κι υπάρξουμε σαν δυο καυλωμένοι άνθρωποι απέναντι στο ενδεχόμενο του έρωτα. Ποτέ δε μάθαμε τι στο καλό μας τραβούσε τόσο κι αν θα γινόταν η γαμημένη εκείνη έκρηξη που έβραζε στα σπλάχνα μας αν δεν περιορίζαμε στην ασφυξία τις στιγμές μας. Αν δε γινόμασταν μηχανικές απέναντι σε όσα μας κράτησαν πίσω.

Δε σου έδωσα τίποτε ακόμη κι όταν έμοιαζε να σου δίνω πολλά. Δε σε άφησα να με νιώσεις στ’ αλήθεια ακόμη κι όταν αποφασίσαμε να μην αφήσουμε πρακτικά απωθημένο το μεταξύ μας. Δεν ήμουν εκεί. Τόσο απλά στο λέω πως ακόμη και στις πιο προσωπικές μας στιγμές ένιωθα άδεια σαν να έλειπα από το κορμί μου που παρ’ όλα αυτά σε ήθελε όσο τίποτε όταν δε σε είχε μπροστά του. Μα όταν σε είχε πάθαινε black out κι όλα σκοτείνιαζαν. Τόσο απλά στο λέω, λοιπόν, πως μου τη δίνει που έκανες ακόμη και σεξ μαζί μου με μένα εκεί και ταυτόχρονα απούσα, με σένα εκεί μα ταυτόχρονα αλλού. Μου τη δίνει γιατί ποτέ δε μας μάθαμε όντως μαζί, ούτε καν το μαζί της μιας νύχτας κι έτσι σπαταλήσαμε τόσα «μαζί» χωρίς να εκμεταλλευτούμε τις στιγμές μας στο ελάχιστο. Τόσα σπαταλημένα μαζί που λαχτάρησαν να γίνουν ένα αληθινό. Κι ας ήταν το μοναδικό στο τέλος της μέρας.

 

Συντάκτης: Έλλη Πράντζου
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου