Πόσες αφηρημένες έννοιες ξεκινούν ως στόχοι στη ζωή μας κι όμως κάπου στη διαδρομή χάνουμε τα πατήματά μας όντες άνθρωποι ευάλωτοι στις σκοτεινές πλευρές μας! Ψάχνουμε μετά μανίας την αγάπη ακόμη κι αν αρνούμαστε να το παραδεχτούμε στους άλλους ή και στους ίδιους μας τους εαυτούς ξεχνώντας πως ελκύουμε ό,τι εκπέμπουμε κι ό,τι πιστεύουμε υποσυνείδητα πως μας αξίζει. Ξεχνώντας να αγαπήσουμε πρώτα τον εαυτό μας. Αποζητάμε τη συντροφικότητα ενώ στέκουμε χαωμένοι μπροστά στην πιθανότητα να δώσουμε κομμάτια μας εμπιστευόμενοι έναν άλλον άνθρωπο. Διψάμε για έρωτα κι όμως προτιμάμε να το παίζουμε μάγκες και κυνικοί μην τυχόν και μας πούνε ρομαντικούς και χαλάσει η σούπα του δυναμισμού που θέλουμε να πλασάρουμε στους άλλους. Κυνηγάμε την ευτυχία όσο αφήνουμε τις ψεύτικες ανάγκες που μας ταΐζουν να γίνονται μέτρα σύγκρισης και γνώμονες για το τι θα μπορούσε να είναι αυτή. Κι αν είναι τελικά μπροστά στα μάτια μας; Αν την έχουμε μέσα στα χέρια μας και την αφήνουμε συνεχώς να ξεγλιστράει χωρίς να της δίνουμε σημασία;
Πολλοί την έχουν ταυτίσει με τα λεφτά, με την επαγγελματική καταξίωση και το κοινωνικό κύρος, με υλικά αγαθά και φορεμένα όνειρα. Όσοι απέμειναν να δίνουν αξία στις στιγμές τους, όσοι θεωρούν ευτυχία το συναίσθημα, μια αγκαλιά, ένα συμβολικό δώρο, δυο καλές κουβέντες, τα μεθύσια με φίλους, την επίτευξη των αληθινών ονείρων τους, έναν έρωτα θυελλώδη, ένα ταξίδι μαζί του ή μαζί της, μια βόλτα χέρι χέρι, όσοι δεν έχουν ξεχάσει τελικά να εκτιμούν την ίδια τη ζωή μοιάζει να είναι μετρημένοι στα δάχτυλα. Πολλές φορές πιάνω τον εαυτό μου να φαντάζεται την ευτυχία σαν ένα πρόσωπο. Ένα πρόσωπο με σάρκα και οστά έτοιμο να σταθεί απέναντί σου και να σε ακούσει. Κι έπειτα αναρωτιέμαι αν είχα την ευκαιρία να της εξομολογηθώ όσα σκέφτομαι τι θα μπορούσα να της πω, τι θα ήθελα στ’ αλήθεια να ζητήσω;
Σε ποια κατηγορία θα μπορούσες να ανήκεις κι εσύ που διαβάζεις τώρα αυτές τις γραμμές και τι θα είχες άραγε μεγαλύτερη ανάγκη αν η δική σου ευτυχία σε άκουγε; Θα την αναγνώριζες ή θα την προσπερνούσες σαν μία ακόμη αδιάφορη περαστική μην ξέροντας ούτε ο ίδιος με τι μοιάζει; Τι πρόσωπο θα της έδινες εσύ και με τι ρούχα θα την είχες ντύσει; Θα της μιλούσες για όσα ο κόσμος απαιτεί από σένα ή για όσα πραγματικά αγαπάς; Αν είχε τη δυνατότητα να σε βοηθήσει έμπρακτα να τη φτάσεις σε ποιο μονοπάτι θα της ζητούσες να σε ακολουθήσει ώστε να μη χαθείς και πάλι κάπου στα μισά;
Στη δική μου ευτυχία θα έδινα το πρόσωπο του καλύτερου εαυτού μου που συχνά παρατάω από δω κι από κει καθώς με τρικλοποδιάζουν ή σκοντάφτω μόνη μου. Θα την έντυνα με ρούχα αλήτικα και ροκ, θα της ζητούσα να μην πάψει ποτέ να έχει το ασυμβίβαστο σπινθηροβόλο βλέμμα της έφηβης ψυχής μου, θα της γέμιζα ένα ορειβατικό σακίδιο με στιγμές, έρωτες, πάθη, χαμόγελα, αγκαλιές, τα καλύτερα που πρόκειται να έρθουν και θα της το έδινα, έτσι, για να ‘χει εφόδια όλα τα βράδια που απελπίζομαι ξεχνώντας πόσο πεισματάρα είναι εκείνη στ’ αλήθεια. Θα της μιλούσα για όσα ονειρευόμουν ακόμη από παιδί. Θα της έλεγα ότι αυτός ο κόσμος δεν ταιριάζει με το όνομα που εγώ της έχω δώσει. Θα τη ρωτούσα τι άλλο πρέπει να κάνω πια για να μη νιώθω πως μένω πίσω ακόμη κι όταν τρέχω με χίλια προς όσα θέλησα. Θα εξομολογούμουν πως η αδικία τους με πονάει και πως όταν πιάνω τον εαυτό μου να λυγίζει εύχομαι να ήταν λιγότερο δύσβατος ο δρόμος ώσπου να τη φτάσω.
Θα της εκμυστηρευόμουν πως θέλω να φύγω μόνο που δεν ξέρω για πού. Πως την έχω συνδέσει με πράγματα που δεν είναι πράγματα και πως γι’ αυτό οι άλλοι σπάνια με νιώθουν. Θα της φώναζα πως με εξοργίζει που ενώ κρύβεται μέσα σε όλα όσα προσπαθώ να κάνω στο τέλος της ημέρας αισθάνομαι πως δεν κάνω τίποτε γιατί επιτυχία στον κόσμο μου είναι τα φράγκα. Θα τη ρωτούσα γιατί οι δικές της τσέπες ήταν πάντα τρύπιες ενώ άλλων ζυγίζουν τόνους ολόκληρους. Θα της παραδεχόμουν πως δε με νοιάζει αυτό στ’ αλήθεια μόνο που να, φοβάμαι πως δε θα καταφέρω καν να επιβιώσω. Θα της έλεγα να εξαφανίσει τα λεφτά και στη θέση τους ν’ αφήσει κοχύλια. Από εκείνα τα μεγάλα που βάζεις στο αφτί για ν’ ακούσεις τα στοιχειά της θάλασσας να σου σιγομουρμουρίζουν παραμύθια κι ιστορίες. Να άφηνε ένα στον καθένα μας και να μας ψιθύριζε πως τελικά τίποτε από όσα πιστεύαμε δεν έχουμε ανάγκη.
Θα ήθελα να της πω ομολογουμένως πολλά κι ίσως οι μέρες κι οι νύχτες να μη μου έφταναν για όσα σκέφτομαι και νιώθω. Ωστόσο ξέρω πως μεγαλύτερη σημασία έχει το τι θα μου απαντούσε εκείνη τελικά. Και κάτι μου λέει πως η απάντησή της είναι ήδη μέσα μου κι απλώς τη φοβάμαι. Κάτι μου λέει πως η απάντησή της θα έδειχνε τον ίδιο τον καθρέφτη μας. Εμένα, εσένα, όλους μας και τον καθένα ξεχωριστά.
Κάτι μου λέει επίσης πως τελικά το μόνο που θα άξιζε να της πούμε εμείς κοιτώντας την κατάματα θα ήταν μια τεράστια συγγνώμη. Συγγνώμη που την ξεχνάμε, συγγνώμη που την μπερδεύουμε με ψέματα, συγγνώμη που την αφήνουμε να μας γλιστρήσει μέσα από τα χέρια από φόβο, συγγνώμη που την πλάθουμε κατά βούληση τρίτων, συγγνώμη που δε μας φτάνει ποτέ τίποτε και πάντα ζητάμε κι άλλα κι άλλα κι άλλα άπληστα κι αλόγιστα, συγγνώμη που αντί να τη διεκδικούμε της ζητάμε να μας κυνηγήσει εκείνη, συγγνώμη που πιστεύουμε πως τελικά δεν υπάρχει καν μόνο και μόνο επειδή μεγαλοπιανόμαστε, συγγνώμη που την αμφισβητούμε με κάθε ευκαιρία σε κάθε στραβοπάτημά μας λες κι η ζωή θα έπρεπε να είναι σπαρμένη μονάχα με ροδοπέταλα, συγγνώμη που ποτέ δεν την εκτιμήσαμε όπως της πρέπει. Κι αν λένε πως τα λεφτά πηγαίνουν στα λεφτά ίσως να μην είναι τόσο δύσκολο να μαντέψει κανείς το πού πηγαίνει η ευτυχία.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου