Δεν πρόλαβα να σου δείξω πόσο σε θέλησα. Άσε για λίγο το συναίσθημα. Υπήρξε κι αυτό, δυστυχώς, και το ξέρεις. Δε θέλω όμως αυτή τη στιγμή να σου πω τίποτε για όλα αυτά που πόνεσαν μέσα μου. Μπορεί τελικά να μην έβγαζαν και πουθενά, δεν ξέρω. Ούτε πρόκειται να μάθω έτσι όπως τα καταφέραμε. Γι’ αυτό σου λέω, άσε για λίγο το συναίσθημα, είναι πληγή ακόμη ανοιχτή.
Σε πόθησα πολύ. Λαχταρούσα την άμεση ωμή επαφή με κάθε καλά κρυμμένο χιλιοστό σου μα έτρεμα και μόνο στην ιδέα. Σε είχα δίπλα μου κι αντί να σε αρπάξω, να σε «εκμεταλλευτώ» κι εσένα και τη στιγμή που πάντα κινδύνευε να είναι η τελευταία μας, έκανα το κορόιδο σεβόμενη το χάος που μοιραζόμασταν από φόβο, αβεβαιότητα κι ενοχές.
Δεν έπρεπε να με νοιάξει. Ούτε το τι ήθελες στ’ αλήθεια από μένα έπρεπε να σκεφτώ τελικά. Ας πρόσεχες τι ευχόσουν, ας πρόσεχες τι ζητούσες, ας πρόσεχες ρισκάροντας μαζί μου. Παίρνω εύκολα φωτιά, ξέρεις, και όσο την καταλάγιαζα δίπλα σου, τόσο έκαιγε εμένα την ίδια. Έπρεπε να κάψω κι εσένα, να σε υποτάξω στα ένστικτά μου, να σε πάρω μαζί μου στην απόλυτη κατρακύλα προς την κορύφωση.
Τώρα σκέφτομαι το κορμί σου που δεν κράτησα ποτέ γυμνό στα χέρια μου, τις αντιδράσεις σου που δε βίωσα, το πάθος σου που δεν εκτίναξα, τις ανάσες σου που δεν αισθάνθηκα στον λαιμό μου να γίνονται όλο και πιο γρήγορες, τον πνιχτό σου ψίθυρο που δεν άκουσα να με παρακαλάει, εσένα που δε σε κατέκτησα, τα μάτια σου που δεν τα είδα να θολώνουν από την τρέλα της ηδονής, τον οργασμό σου που δεν προκάλεσα, εμάς που δεν παλέψαμε ο ένας τον άλλον μέχρι την απόλυτη εξουθένωση.
Θα σε οδηγούσα στα άκρα. Μόνο και μόνο για όσα καταπίεσα κοντά σου. Θα σε έφτανα στο αμήν και θα σε βασάνιζα πριν σε λυτρώσω, τόσο που μαζί με σένα θα έτρεμε και η φωνή σου απ’ τους λυγμούς μιας ανάγκης ασυγκράτητης. Θα σε πολεμούσα με όλο μου το είναι έχοντας στόχο το κρεσέντο της ένωσής μας που θα καθόριζα εγώ και η μανία μου. Μια μανία που ποτέ δε βρήκε διέξοδο.
Ακόμη και τα πιο τρυφερά μου χάδια θα έκρυβαν την απόλυτη αγριότητα του απωθημένου που γίνεται πράξη. Το δέρμα σου θα κουβαλούσε το άγγιγμά μου σαν τατουάζ στα άβατα σημεία του κορμιού σου. Εκεί που όταν ο επόμενος επίδοξος πόθος θα κατάφερνε να φτάσει, θα έβλεπε πως είχα εγώ τη χαρά της πρώτης λεηλασίας. Της πλήρους παράδοσης.
Δε θα ήμουν μαζί σου ήρεμη, προσεκτική, συγκρατημένη. Θα σε πονούσα με έναν τρόπο που ο πόνος θα γινόταν για σένα εθισμός. Λαίμαργα και ρυθμικά θα σε έκανα να μυηθείς στην πιο πρωτόγονη τελετή ανταλλαγής των πάντων μας.
Δε θα με ένοιαζε αν θα ήταν η πρώτη και τελευταία μας φορά. Για όσο κρατούσε δε θα σε άφηνα απ’ τα χέρια μου πριν σε νιώσω να μου ανήκεις από τότε και για πάντα. Πριν στεγνώσει ο λαιμός σου κι εξαντληθείς έχοντας αφήσει κάθε σου σπιθαμή εκτεθειμένη στο έλεός μου.
Απ’ τα βλέμματα θα καταλάβαινα τι φοβάσαι να μου ζητήσεις. Θα κάρφωνα τα μάτια μου στα δικά σου σαν θηρίο που παρακολουθεί το θήραμά του καθ’ όλη τη διάρκεια και την κατάλληλη στιγμή θα πραγματοποιούσα ακόμη και τους πιο μύχιους πόθους σου. Πριν μου ζητήσεις το οτιδήποτε θα το εκτελούσα αλλάζοντας με ευκολία επίπεδα στην πίστα του ιδρωμένου κορμιού σου.
Όλα όσα θα σου έκανα η φαντασία σου δεν μπορεί να τα φτάσει. Όχι επειδή περηφανεύομαι για όσα μπορώ, μα γιατί ξέρω πόσα συγκράτησα με τη βία και πόσα ούτε στο ελάχιστο δε βγαίνουν κάθε φορά που προσπαθώ να σε «πληγώσω» μέσα από υποκατάστατα. Κανείς δε θα σε γλίτωνε απ’ την πυρετώδη τρέλα του έρωτά μου αν έστω μία φορά σ’ έπιανα στα χέρια μου χωρίς ενδοιασμούς.
Ποιος θα είναι ο επόμενος που θα «πληρώσει» την έλλειψη σεβασμού που μου κληροδότησες αφού εσύ ποτέ δε θα το νιώσεις;
Μια ορμή αδιοχέτευτη ακόμη ξεσπάει σε λάθος κορμιά τις νύχτες.
Επιμέλεια Κειμένου Έλλης Πράντζου: Σοφία Καλπαζίδου