«Να μη φοβάσαι μάτια μου.»
Ήταν μια από τις ύστατες προσπάθειες να πείσεις εμένα ή εσένα η φράση αυτή, που μου είπες λίγες μέρες πριν ο φόβος μου γίνει πραγματικότητα; Δε θα μάθω ποτέ. Και πόσο με ενοχλούν όλα αυτά τα ποτέ, γαμώτο, πόσο ξένα και τυραννικά μου είναι. Τη φυγή σου φοβόμουν και το ήξερες. Τη φοβόμουν τόσο πολύ που δεν είχα καν συνειδητοποιήσει το πόσο. Γνώριζα ήδη ότι δεν είχα γυρισμό μαζί σου. Αφέθηκα και είπα στον εαυτό μου «ζήσε το ρε, έτσι κάνεις εσύ σε όλα, όρμα και μη σε νοιάζει, όπου βγει». Δεν περίμενα όμως πως θα μετατρεπόταν το συναίσθημα σε ανάγκη.
«Ίσως να κρύβουμε πολλά πράγματα μέσα μας και να τα βγάζουμε όταν παρουσιάζεται ο κατάλληλος άνθρωπος.»
Συμφώνησα γιατί το βίωσα. Μαζί σου. Εσύ με τις ευχές μου διαπέρασες τον έναν μου εαυτό κι εγώ σου σύστησα δειλά-δειλά και τον άλλον. Απενεργοποιήθηκαν διάφορες αμυντικές λειτουργίες μέσα μου, ενεργοποιήθηκαν κάποιες άλλες άγνωστες και κάπως έτσι επήλθε η πλήρης απορρύθμιση του οργανισμού μου.
«Ο Θεός του έρωτα ζει σε κατάσταση ανάγκης. Είναι μια ανάγκη. Είναι μια παρόρμηση. Είναι μια ομοιοστατική ανισορροπία. Όπως η πείνα και η δίψα, είναι σχεδόν αδύνατον να εξαλειφθεί».
Τάδε έφη Πλάτωνας. Και άντε τώρα εσύ να πας κόντρα σε κοτζάμ ομοιοστατική ανισορροπία. Μπορείς; Δεν μπορείς. Ίσως να μη θέλεις κιόλας πράγμα που μάλλον είναι χειρότερο. Πήρα, λοιπόν, απόφαση ότι το κακό παιδί ερωτεύτηκε, έκανα γαργάρα την απύθμενη ωραιοπάθειά μου και βρήκα τοίχο μέσα στην πιο θερμή αγκαλιά. Τη δική σου.
«Σκέφτομαι τόσα πολλά, τόσο αντιφατικά, συνέχεια.»
Δε μου είχε ξανασυμβεί ποτέ πριν ένας άνθρωπος να μου ζητάει να φύγω την ώρα που προσπαθεί να με κρατήσει κοντά του όσο πιο πολύ μπορεί πριν χωριστούμε. Να μη θέλει να με ξαναδεί ενώ δεν μπορεί να πάρει το βλέμμα του από πάνω μου καθώς με κοιτάζει ν’ απομακρύνομαι. Ένιωσα να χάνω τη γη κάτω απ’ τα πόδια μου για πρώτη φορά, το ξέρεις; Φαντάζομαι πως ναι.
«Θέλω να μάθεις τι έχω στο κεφάλι μου.»
Σε είχα λατρέψει γι’ αυτή σου τη δήλωση. Τόσο δικός σου τρόπος έκφρασης, όλα σου τόσο δικά σου που δεν τα χόρταινα. Και ναι. Ήθελα όσο τίποτε να μάθω τι είχες στο κεφάλι σου. Το κακό είναι πως ώρες-ώρες ακόμη θέλω. Κι όμως, όσο κι αν το ήθελες κι εσύ δεν τα κατάφερες, δεν έμαθα, δεν ξέρω. Καμιά φορά σκέφτομαι πως μέσα από όσα προλάβαμε να πούμε ίσως να μου είχες δείξει αυτά που δεν μπόρεσες να μου πεις ξεκάθαρα. Ίσως κάπου να υπήρχε κωδικοποιημένη μια αλήθεια στα λεγόμενά σου κι όταν περάσει εντελώς η επίδρασή σου να μπορέσω να τα εκλογικεύσω ώστε να καταλάβω.
«Από τη μία κάνω όμορφες εικόνες με εμάς μαζί από την άλλη συνειδητοποιώ την κατάσταση και γαμιέμαι.»
Δίκιο είχες. Είχες τόσο δίκιο που εγώ θα την άλλαζα για σένα την κατάσταση. Για να σου ζωντανέψω μονάχα τις όμορφες εικόνες και να σου τις κάνω ακόμη ομορφότερες. Μα δε σε πρόλαβα. Δε μας πρόλαβα κι έτσι μας είδα έντρομη να ξεγλιστράμε μέσα από τα κενά της αβεβαιότητάς μας. Να διαλυόμαστε, να σκορπάμε στο παντού και να ζούμε στο πουθενά. Χώρια. Μια για πάντα. Και να που αυτό το πάντα πόνεσε όσο εκείνο το ποτέ.
«Έχω μάθει ό,τι σκέφτομαι να το λέω μιας που τίποτε δεν είναι δεδομένο και όλα είναι τόσο ρευστά κι αβέβαια.»
Να τι μου έμαθες. Να τι κάνω όλον αυτόν τον καιρό γράφοντας για σένα για να μην ενοχλήσω εσένα. Ό,τι σκέφτομαι το λέω. Εσένα σκέφτομαι. Και το λέω. Σ’ ευχαριστώ για την έμπνευση αλλά θα προτιμούσα να σε είχα εδώ κι ας μην προλάβαινα να γράψω λέξη δίπλα σου.
«Να σου πω ενα μυστικό; Εχω κλεψει το μυαλο σου.»
Να σου πω κι εγώ ένα άλλο; Θέλησα τόσο πολύ να μου το κλέψεις που άφησα όλες τις πόρτες ορθάνοιχτες για να μπεις κι ας έκανα πως δε σε βλέπω, πως ξαφνιάστηκα.
«Δεν ξέρω αν σε ενοχλεί που σου τα λέω όλα αυτά, απλώς απόψε ήθελα να σου τα πω.»
Δε με ενόχλησε. Ποτέ δε με ενόχλησε τίποτε δικό σου. Γι’ αυτό τώρα θα σου πω το ίδιο πράγμα, γιατί ίσως να σε ενοχλεί που τα λέω, ίσως να νομίζεις πως μου έχεις γίνει έμμονη ιδέα τόσον καιρό μετά, να φρικάρεις με αυτό, αλλά κι εγώ απόψε ήθελα απλώς να τα πω. Ακόμη κι αν ξέρω πως τώρα πια οι πιθανότητες να βλέπεις τους εαυτούς μας μασκαρεμένους σε γράμματα μπροστά στην οθόνη σου είναι μηδαμινές. Η μάλλον ακριβώς γι’ αυτό. Μπορεί και να είμαι τζάμπα μάγκας αφού τα γράφω ξέροντας πως δε θα τα διαβάσεις.
«Θα σου λέω καλημέρα κάθε πρωί και καληνύχτα κάθε βράδυ. Κι ας μη σου λέω. Κάθε πρωί και κάθε βράδυ. Θα το θυμάσαι;»
Ένα πράγμα μόνο δε μου είπες. Μέχρι πότε; Πάντως, ναι. Εγώ το θυμάμαι. Σου το λέω τώρα, έστω και αργά. Εσύ; Άσε, ξέρω. Μη μου πεις. Υποθέτω πως δεν έχει καν σημασία, ε;
Καληνύχτα λοιπόν. Ήθελα κι εγώ να σου την πω κι ας μη σου την είπα. Και τι δε θα ‘δινα απόψε για να ξανάρχιζαν όλα από την αρχή και να χρωμάτιζα το κορμί μου με το άρωμα σου πριν ξαπλώσω.
Δεν ξέρω αν εμφανίστηκες για να μου αποδείξεις τη φράση «karma is a bitch» παίρνοντας πίσω το αίμα άλλων. Έτσι κι αλλιώς όμως δυο ζωές για κάτι τέτοιο δε θα σου έφταναν, όντως. Από τη στιγμή που παραδέχτηκα ότι σε ερωτεύτηκα ξόρκισα τον έρωτα και τα ‘χω καλά με ‘μενα. Απλώς, να, δε θα με χαλούσε καθόλου να ερχόσουν μια νύχτα εδώ, να σε φιλούσα μια φορά όπως θα ήθελα χωρίς να κομπλάρω και να μη σε αφήσω να φύγεις μετά.
Επιμέλεια κειμένου: Κατερίνα Κεχαγιά