Είμαστε μία κατηγορία μόνοι μας. Πονεμένα ψωνάκια και δε συμμαζεύεται. Είμαστε εμείς με την αυτοπεποίθηση στα ύψη που είτε το πιστεύετε είτε όχι θεωρούμε πως μπορούμε να έχουμε σχεδόν όποιον θέλουμε. Το σχεδόν καλύπτει φυσικά τους αστάθμητους παράγοντες διότι, ok, έρχονται στιγμές που το γλυκό κάπου δε δένει ακόμη και για εμάς. Οπότε κάπως έτσι δημιουργούνται οι εξαιρέσεις.
Ναι, είμαστε μυστήρια τρένα. Αν έρθει η ώρα να γευτούμε την πίκρα ενός ανεκπλήρωτου έρωτα -ή με άλλα λόγια να βιώσουμε κι εμείς μια εξαίρεση, βρε αδερφέ- τα συναισθήματά μας θα είναι ανάμεικτα και σίγουρα αντιφατικά. Από τη μία θα πονάμε. Εννοείται ότι θα πονάμε, ψωνάκια είμαστε όχι αναίσθητοι. Απ’ την άλλη, όμως, θα μας τρώει η απορία για το πώς έγινε και βρέθηκε εκεί έξω άνθρωπος τόσο κατά τη γνώμη μας «τυφλός» που μπόρεσε τελικά να μας αρνηθεί. Ή μάλλον πώς έγινε κι ενώ είχαμε άπειρες επιλογές πήγαμε και στραβωθήκαμε εμείς με έναν από αυτούς, τους λίγους.
Υπάρχουμε κι εμείς εδώ έξω, λοιπόν, που όταν λέμε πως κάποιος έχασε που δε μας διάλεξε το εννοούμε χωρίς πολλά-πολλά συναισθηματικά κόλπα και κάτω κείμενα. Στην τελική γιατί όχι, ρε φίλε; Έχουμε ματάκια κι όταν κοιταζόμαστε στον καθρέφτη καβλώνουμε με την πάρτη μας. Κι αν αυτό είναι θέμα ταμπού σε όσους θεωρούν τη μετριοφροσύνη πλεονέκτημα, πρόβλημά τους. Αναγνωρίζουμε την αξία μας, με γεια μας, με χαρά μας.
Κι έπειτα μεταξύ μας πέρα απ’ την αυτογνωσία, σίγουρα μας έχει βοηθήσει ο πρότερος βίος μας. Κάτι που δε θα αρνηθούμε ποτέ. Διότι όταν βλέπουμε καρδούλες να ραγίζουν για τα δυο μας μάτια τα ανεξαρτήτου χρώματος επιβεβαιωνόμαστε ακόμη πιο πολύ για όσα ήδη βλέπουμε εμείς στον εαυτό μας.
Οπότε, ναι, ξέρουμε πόσο μετράμε, γνωρίζουμε τι μπορούμε να κάνουμε και τι θα είχαμε δυνατότητα να προσφέρουμε σ’ έναν έρωτα, εμπιστευόμαστε τα κρυφά μας ταλέντα και κάπως έτσι μας βγαίνει αβίαστα το «εσύ έχασες» μαζί με τον καημό.
Όχι ότι αυτό καλυτερεύει τον νταλκά που μας βρήκε βέβαια. Μη σου πω ότι τον κάνει και λιγάκι χειρότερο με έναν περίεργο τρόπο. Γιατί μας πιάνει και το κρίμα για όσα δεν προλάβαμε να δώσουμε, γι’ αυτά που δε δείξαμε σε όλο τους το μεγαλείο, για τα πάθη μας και τα ωραία μας που δε βρήκαν έδαφος ν’ ανθίσουν. Άσε που είμαστε άμαθοι στα «όχι», αυτό πού το πας! Πώς να διαχειριστείς κάτι το οποίο σου συμβαίνει μία φορά στα δέκα χρόνια κι αν;
Σκεφτόμαστε συνέχεια τι θα είχαμε κάνει αν μας είχε δώσει μια ευκαιρία το αντικείμενο του πόθου μας και μαζί με την απορημένη μας αυτοπεποίθηση αισθανόμαστε όλα μας τα τόσο γαμάτα χαρακτηριστικά να πηγαίνουν χαμένα.
Σε ποιον να τα ξεδιπλώσουμε αφού δε μας νοιάζει πλέον κανένας άλλος; Και με τι καρδιά να τα ξεδιπλώσουμε εδώ που τα λέμε αφού η έντασή τους δε θα είναι ποτέ η ίδια μπροστά σε κάποιον που μας είναι αδιάφορος; Ίσως να μπορούσες να το ονομάσεις και παράνοια, όμως βιώνουμε απώλεια διπλή. Μία του χαμένου μας έρωτα κι άλλη μία του ανεκμετάλλευτου γαμάτου εαυτού μας που πήγε και σκάλωσε στον μοναδικό ίσως άνθρωπο που ποιος ξέρει τέλος πάντων τι ζητούσε και μας προσπέρασε φτύνοντας κατάμουτρα την τύχη του.
Τώρα για να σας προλάβω, φαντάζομαι ότι κάποιοι θα μας κότσαραν άνετα ύστερα απ’ όλα αυτά, το επίθετο «ανασφαλείς». Όχι, δεν τους αδικώ. Καταλαβαίνω μάλιστα το λόγο που θα μπορούσε κανείς να βγάλει ένα τέτοιο συμπέρασμα κι ίσως για μια μεγάλη μερίδα ανθρώπων ισχύει.
Να όμως που κι εδώ υπάρχουν οι φωτεινές εξαιρέσεις σε έναν ακόμη κανόνα. Κοίτα να δεις, λοιπόν, που υπάρχουμε όντως τα αυθεντικά ψωνάκια και ποσώς μας ενδιαφέρει τελικά τι θα πιστέψει ο καθένας για την πάρτη μας. Καλά, εδώ μπορεί να είπα μόλις ένα μικρό ψέμα τώρα που το σκέφτομαι. Αναδιατυπώνω. Ποσώς μας ενδιαφέρει τι θα πιστέψει ο καθένας εκτός από τον ανεκπλήρωτό μας έρωτα που ομολογουμένως θα μας τυραννάει σαν κάτι που ποθήσαμε πολύ, σαν κάτι που δε μας έδωσε την ευκαιρία να τα δώσουμε όλα και σαν αντικείμενο προς έρευνα λόγω όλων εκείνων που κατάφερε να παραβλέψει πάνω μας.
Δεν είμαστε χαζοί, μη βιάζεστε. Προφανώς και δε γίνεται να μας γουστάρουν όλοι, δεν είναι κάτι που δεν αποδεχόμαστε. Υπάρχουν κι οι κακόγουστοι εξάλλου. Πλάκα κάνω. Ίσως κι όχι μα άλλο είναι το θέμα μας. Το ότι δε γίνεται να μας γουστάρουν όλοι δεν έχει να κάνει με το γαμώτο που μας στοιχειώνει αν τύχει και στην τρανταχτή μειοψηφία των μη θαυμαστών μας ανήκει αυτός ή αυτή που διαλέξαμε εμείς.
Άλλο είναι κύριος να ξέρεις ότι κάποιοι λίγοι αδιάφοροι δεν πέφτουν ξεροί στο διάβα σου κι άλλο να έχεις πέσει εσύ ξερός με έναν από αυτούς. Εκεί διαολοστέλνεις τη φαρσοκωμωδία που σου έλαχε, πίνεις για να ξεχάσεις και ρίχνεις και μια ξεγυρισμένη μούντζα στον ανεκπλήρωτο εννοώντας το όταν λες «να ‘ξερες τι έχεις χάσει». Κι άντε μετά να μη χάσεις εσύ εντελώς ό,τι μυαλό σου έχει απομείνει.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη