Ξέρεις πόσο άτιμα παίζουν τ’ απωθημένα; Ζόρικοι αντίπαλοι, σκληροτράχηλοι και δεν ξέρουν να χάνουν. Εκεί που σε κάνουν να πιστεύεις ότι βγήκες από πάνω, ξαναχτυπούν με την πρώτη ευκαιρία κοροϊδεύοντας την αυτοποπεποίθησή σου κατάμουτρα. Τους αρέσει, βλέπεις, να χαίρονται με τη φάτσα σου κάθε φορά που συνειδητοποιείς πως άλλο μάχη άλλο πόλεμος. Στο τέλος της μέρας καταλαβαίνεις πως λίγο να αφεθείς τελείωσες κι εσύ κι η τακτοποιημένη καθημερινότητά σου κι όσα νόμιζες ότι άφησες πίσω αγύριστα. Κι άντε φτου κι από την αρχή να παίζεις κρυφτό με μια λύπη κι ένα λείπεις.
Απόψε με τρώει αυτό το «λείπεις». Και δεν είναι αυτή η γενικότητα που αδυνατώ να παλέψω αλλά εκείνο το αδυσώπητο «μου» που έχει μπαστακωθεί μπροστά κι έχει κάνει την απουσία σου προσωπικό ζήτημα. Ζήτημα από τα μεγάλα, τα άλυτα, τα άσβεστα και πάντα τόσο προσωπικό που αναγκάζομαι να ξεσπάω στον εαυτό μου κάθε φορά που με πιάνει απ’ τα μούτρα και δεν μπορώ να ξεγλιστρήσω. Τι θέλεις να σου πω; Ότι απόψε εύχομαι κρυφά να σκάσεις μύτη από το πουθενά μπας κι ηρεμήσει ο οργανισμός μου που βρίσκεται σε πλήρη αποδιοργάνωση; Ναι, το εύχομαι, ευχαριστήθηκες;
Μην κάνεις το λάθος να πιστέψεις ότι ξέρω τι μου γίνεται συναισθηματικά. Αυτό το απροσδιόριστο κάτι μας δε θα καταφέρω ποτέ να το εξηγήσω όσα χρόνια κι αν περάσουν όπως δεν κατάφερες ποτέ ούτε εσύ. Γι’ αυτό δε σε θέλω συνοδεία εγγυήσεων, υποσχέσεων, λόγων κι αφορμών. Δε σε θέλω για το αύριο κι ας με έχω πιάσει να σκέφτομαι πώς θα έμοιαζε αν υπήρχε ένα δικό μας τέτοιο. Σε θέλω γιατί έτσι. Σε θέλω για τώρα. Σε θέλω χωρίς πολλά περιτυλίγματα ή όμορφα ρομαντικά λόγια. Σε θέλω γιατί με καυλώνει η σκέψη σου, μου λείπει η οικεία ανοικειότητά σου, η ζεστασιά της αγκαλιάς σου -κι ας μην μπόρεσα ποτέ μου να αφεθώ μέσα της-, η έλξη που δεν ονομάστηκε έρωτας, το νοιάξιμο που δεν έγινε αγάπη, μου λείπεις εσύ.
Μου λείπεις με έναν τρόπο που με κάνει να ξεχνάω πως στη ζωή μου προτιμώ να έχω τα πάντα ή τίποτε. Μαζί σου έριξα νερό στο κρασί μου κι εκεί που έλεγα πως τα ζούσαμε όλα μισά κι αυτό μου την έδινε όσο τίποτε, ένιωθα παράλληλα πως δε θα γινόταν η δική μας ιστορία να έχει αρχή μέση και τέλος. Η δική μας ιστορία ήταν κι είναι ένας κύκλος κι ο κύκλος δεν έχει τίποτε από όλα αυτά. Κάπως έτσι κατάλαβα, λοιπόν, ότι δε θα τελειώσουμε ποτέ εμείς οι δυο. Πάντα την ιστορία μας θα την αφήνουμε στη μέση λες κι είναι μέρος κάποιου μυστικού ξορκιού ενάντια στη φθορά των ερώτων.
Γι’ αυτό απόψε θέλω να έρθεις και δε φοβάμαι να στο πω. Θέλω να έρθεις για να ξορκίσουμε μια φορά ακόμη το τέλος που δε θα βάλουμε ποτέ. Το πρωί πάλι θα φύγεις, πάλι θα φύγω -ίσως δε γίνεται αλλιώς μ’ εμάς τους δυο. Όμως αυτή η νύχτα είναι από εκείνες που δεν παλεύονται. Γι’ αυτό έλα. Ξέρω ότι κι εσύ με σκέφτεσαι κόβοντας βόλτες γύρω γύρω πάνω στον κύκλο που δημιουργήσαμε περπατώντας μπρος-πίσω μα ποτέ παράλληλα. Κάποτε τα βήματά μας απομακρύνονταν κάποτε πλησιάζαμε επίτηδες αναζωπυρώνοντας τη φωτιά μας σαν να μην μπορούσαμε να ξαναφύγουμε χωρίς τη δύναμή της στο απόγειο. Μα ξέρεις κι εσύ πως όσο βαδίζεις πάνω στην περίμετρο του κύκλου καθώς απομακρύνεσαι την ίδια στιγμή ξαναζυγώνεις. Έτσι είμαστε εμείς. Κι απόψε νιώθω πως ξεφύγαμε τόσο που μάλλον φτάσαμε πάλι στο σημείο μηδέν. Το κοινό μας.
Έλα για να μπορέσω να ξαναφύγω, έλα για να μπορέσεις να ξαναφύγεις κι εσύ.
Κι αν ποτέ δούμε ότι κάτι μας κρατάει κοντά περισσότερο από μια νύχτα άσε τότε να τρομάξουμε για το αύριο που δεν τολμήσαμε να διεκδικήσουμε ποτέ.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου