Δεν είμαι εναντίον των κοινωνικών δικτύων, δε βλέπω μόνο τα άσχημά τους, ούτε έχω δαιμονοποιήσει το internet. Αναγνωρίζω πως μαζί με μια σειρά αρνητικών αντίκτυπων, –όπως κάθε κατάσταση έτσι και τα κοινωνικά δίκτυα– δίνουν και πολλές δυνατότητες σε διάφορους τομείς. Αρκεί, όπως συνηθίζουμε να λέμε για όλα, να ξέρει κανείς να τα χρησιμοποιεί.
Μπορώ να πω μάλιστα πως αρκετά από όσα αποποιούμουν στο παρελθόν, τα έζησα κι εγώ με καλά αποτελέσματα. Όπως, για παράδειγμα, γνωριμίες κάθε είδους μέσω facebook που κατέληξαν σε κάτι καλό και με διέψευσαν. Ένα ακόμη θετικό που αναγνωρίζω, είναι ότι μου έχει φανεί πάρα πολύ χρήσιμο στην προώθηση και την προβολή της εκάστοτε δουλειάς μου και φαντάζομαι δεν είμαι η μόνη. Συχνά επίσης πέφτω στην παγίδα του γνωστού χαζολογήματος στην αρχική σελίδα μου, όταν βαριέμαι και δεν έχω διάθεση να ασχοληθώ με τίποτε άλλο.
Κάποια στιγμή, όμως, ήρθε μια φράση ενός γνωστού μου να με προβληματίσει σε σχέση με το πού τοποθετείται ο καθένας μας στις διάφορες πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης. «Δε σε είδα να παίρνεις θέση στο facebook, δε σε απασχολεί εσένα αυτό;», ρώτησε αναφερόμενος σε ένα από τα φλέγοντα, σοβαρά κοινωνικοπολιτικά ζητήματα της επικαιρότητας.
Τότε συνειδητοποίησα πως για ορισμένους ανθρώπους εκεί έξω, αυτός ο τρόπος έκφρασης έχει ταυτιστεί με κάποιου είδους προσωπική επανάσταση σε βαθμό ψυχαναγκαστικό. Θαρρείς κι ολοκληρώνουν το χρέος τους ως ενεργοί πολίτες μέσα σε πέντε-δέκα αράδες ποστάρισμα της άποψής τους στον τοίχο τους, ώστε να διαπιστώσουν κι όλοι οι διαδικτυακοί τους φίλοι πως οι ίδιοι δεν είναι απαθείς. Πως πήραν θέση ξεκάθαρη και πως έχουν ανησυχίες. Εκεί τελειώνει η όποια δράση τους και η συνείδησή τους παραμένει ήσυχη και καθαρή. Μπορούν πλέον να κοιμούνται ήσυχοι. Τα είπαν δημόσια. Έκαναν ό,τι μπορούσαν.
Από την άλλη μεριά, εγώ κι ο εκάστοτε άλλος που μπορεί να λειτουργεί σαν εμένα κι εξακολουθεί να αντιμετωπίζει το facebook ως κάτι ανάλαφρο για να περνάει η ώρα, φανερώνουμε την απάθεια και την αναισθησία μας ως πολίτες κι ως άνθρωποι.
Διότι δε νοείται να χάνεται ο κόσμος γύρω σου κι εσύ να μην ασκείς κριτική στους πολίτικους μέσω facebook. Δε νοείται να καταστρέφονται ψυχές, να σκοτώνονται άνθρωποι κι εσύ να μη συμπαραστέκεσαι δηλώνοντας το πόσο πολύ λυπάσαι εκεί που το facebook σε ρωτάει «τι σκέφτεσαι τώρα». Δεν είναι δυνατόν να γίνονται εκλογές, δημοψηφίσματα, capital controls κι εσύ να μη βγαίνεις δημόσια να «μαλλιοτραβηχτείς» στα διάφορα σχόλια με όποιον διαφωνεί μαζί σου.
Τι σόι ευαισθητοποιημένος πολίτης είσαι αν δε δείξεις αυτή σου την ευαισθησία μέσω fb, αν δεν τρολάρεις μέσω twitter, αν δεν αγανακτήσεις διαδικτυακά, βρε αδερφέ! Το τι κάνεις στη ζωή σου εκτός αυτού, μικρή σημασία έχει απ’ ό,τι φαίνεται, μιας κι όσα δε δηλώνεις σε στάτους είναι σαν να μη συμβαίνουν ποτέ. Όσα δεν έχουν πάρει likes κι έγκριση των followers σου δεν έχουν υπόσταση. Κι εσύ απλώς δε νοιάζεσαι.
Το να δείχνεις ότι έχεις ανησυχίες δημοσίως και μάλιστα με αυτόν τον τρόπο, δε σημαίνει πάντα πως όντως ενδιαφέρεσαι. Η λέξη αυταρέσκεια είναι ύπουλη, άτιμη και κρύβεται σχεδόν παντού. Ό,τι προσφέρει προβολή καλώς ή κακώς ποντάρει λίγο και στην αυταρέσκειά μας, ας μην κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας. Κάποιοι θα προτιμήσουν να σκεφτούν το πόσο γαμάτοι είναι γράφοντας έκθεση ιδεών για σοβαρά ζητήματα και ξεσηκώνοντας –όπως αρέσκονται να νομίζουν– τα πλήθη, κάποιοι δημοσιεύοντας φωτογραφίες τους και κάποιοι άλλοι γράφοντας ό,τι τους κατέβει.
Δεν κατακρίνω όσους έχουν επιλέξει το συγκεκριμένο τρόπο έκφρασης των προσωπικών προβληματισμών τους. Είναι όντως κι αρκετοί εκείνοι που το βλέπουν καλοπροαίρετα κι ελπίζουν λέγοντας δημόσια κάποια πράγματα να αφυπνίσουν κόσμο ή να ταράξουν όποιον μπορούν. Αυτό έχουμε στη διάθεσή μας, αυτό χρησιμοποιούμε, σου λένε. Ίσως δεν έχουν άδικο.
Άλλοι απλώς ξεσπάνε, κατανοητό κι αυτό. Εξάλλου μια μεγάλη ιντερνετική καφετέρια θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν όλοι αυτοί οι «χώροι». Λογικό ως ένα σημείο, λοιπόν, ο καθένας να λέει το μακρύ του και το κοντό του εκεί, να θέλει να τα βγάλει από μέσα του.
Υπάρχουν όμως και κάποιοι άνθρωποι –στη μερίδα των οποίων ανήκω κι εγώ– που δεν έχουν ταυτίσει το συγκεκριμένο μέσο με τρόπο έκφρασης κοινωνικοπολιτικών προβληματισμών εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων. Θα μπορούσα ευθαρσώς να πω ότι πολλές φορές εκεί μέσα προτιμώ να «μαλακίζομαι» ασύστολα από το να κλαίγομαι, να οδύρομαι, να «επαναστατώ», να αγανακτώ, να ξεκατινιάζομαι ή να τοποθετούμαι επί σοβαρών ζητημάτων.
Διότι δεν επιλέγω να θρέψω την αυταρέσκειά μου μέσω αυτών των καταστάσεων. Δεν επιλέγω να αναδείξω το «ψαγμένο» κι ανήσυχο «εγώ» μου σε τόσο λεπτά ζητήματα εκμεταλλευόμενη έναν «χώρο» όπου εύκολα μπορούν τα πάντα να ξεφύγουν, να επηρεάσουν, να λειτουργήσουν προπαγανδιστικά, διχαστικά ή να διαστρεβλωθούν με το χειρότερο τρόπο.
Το να κρίνει, λοιπόν, κανείς το πώς δρα κάποιος στη ζωή του βγάζοντας συμπεράσματα μόνο μέσα από το πώς κινείται στο facebook και τις παρατρεχάμενες συγγενείς του σελίδες, είναι μάλλον παιδιάστικο. Οι πράξεις μας κατά κύριο λόγο κρίνονται εκεί έξω, στη ζωή. Στην εικονική πραγματικότητα που προσφέρει το internet, ο καθένας μπορεί να πλασάρει τον εαυτό του όπως θέλει και να γίνει πιστευτός ελλείψει αποδεικτικών στοιχείων. Η μαγκιά όμως είναι στο «κάνω», όχι στο «φωνάζω πως κάνω».
Επιμέλεια Κειμένου Έλλης Πράντζου: Πωλίνα Πανέρη