Παραδέχομαι κάπου εδώ ότι είμαι άνθρωπος της δράσης κι ότι μπροστά στη μιζέρια και την ηττοπάθεια με πιάνει αλλεργία. Ίσως ακουστεί άσχημο που θα το πω τόσο στεγνά, αλλά μου είναι αδύνατο να αντέξω για πολύ δίπλα μου ανθρώπους γεμάτους αρνητισμό, φοβίες και δισταγμούς.
Θέλεις κάτι; Το κάνεις. Δε γουστάρεις κάτι; Κανείς δεν μπορεί να σε αναγκάσει να το δεχτείς. Φοβάσαι; Τόλμα. Έχεις περιέργεια; Δοκίμασε. Μη μας ζαλίζεις τον έρωτα κοσκινίζοντας 40 χρόνια για το οτιδήποτε και προς –οποιουδήποτε– Θεού σταμάτα να πνίγεσαι σε μια κουταλιά νερό λες κι ηδονίζεσαι με τον πανικό και την αυτολύπηση.
Όλα καλά και ξεκάθαρα ως εδώ. Υπάρχει όμως πάντα κι η άλλη πλευρά του νομίσματος για να μας θυμίζει ότι σχεδόν τίποτε δεν είναι απόλυτο στη ζωή ούτε υπάρχουν οδηγίες χρήσεως για το πώς θα φερθεί ή θα νιώσει κανείς όταν κάθε περίπτωση είναι διαφορετική.
Το ρήμα «επιβάλλεται» στο δικό μου λεξιλόγιο δεν υπάρχει. Κι αν τελικά υπάρχει και το ξεθάβω πού και πού απ’ το πουθενά είναι συνήθως για να μπορέσω να το αποφύγω. Έρχονται, λοιπόν, στιγμές στη ζωή ενός ανθρώπου όταν κάτι συμβαίνει και κατακλύζεται από το συναίσθημα, τον συνεπαίρνει μια κατάσταση και τελικά καταφεύγει στο σκοτάδι του επιλέγοντας την εσωστρέφεια για όσο αυτή του είναι αναγκαία.
Λένε ότι όταν πέσεις επιβάλλεται να σηκωθείς. Πάσο. Θα σηκωθείς. Το καλύτερο για σένα είναι να σηκωθείς και θα το κάνεις. Τίποτε δεν επιβάλλεται όμως αν εσύ δεν αισθανθείς έτοιμος γι’ αυτό. Δεν υπάρχει χρονοδιάγραμμα σε κάθε περίπτωση για το πόσο χρόνο χρειάζεται ο καθένας προκειμένου να ανακάμψει από μια άσχημη για τον ίδιο κατάσταση, ούτε μπορεί κανείς να ξέρει τι έχει ήδη περάσει κάποιος στη ζωή του πριν αποφασίσει να παραδοθεί στη θλίψη του για όσο.
Δεν υποστηρίζω σε καμία περίπτωση την παραίτηση φυσικά. Φύσει πεισματάρα δε θα μπορούσα άλλωστε να ισχυριστώ πως μου ταιριάζει κάτι τέτοιο έστω και σαν σκέψη. Δεν μπορώ, όμως, παρά να δεχτώ και τις στιγμές εκείνες που ο καθένας μας νιώθει την ανάγκη για λίγο να βρει τον εαυτό του βιώνοντας στο πετσί του, που λέμε, ό,τι τον έκανε να λυγίσει τελικά μια δεδομένη στιγμή. Όταν γνωρίζει τι του γίνεται, τα όριά του, μεγάλο μέρος του εαυτού του και μπορεί να διαχειριστεί τον εσωτερικό του κόσμο, είναι πολλές φορές θεμιτό ο άνθρωπος να βιώνει ακόμη και τα άσχημα συναισθήματα του πριν τα ξεπεράσει με τρόπο φυσικό.
Συνήθως με καλή πρόθεση όσοι μας αγαπάνε μας παροτρύνουν να ξεπεράσουμε οποιαδήποτε κατάσταση μας έφερε στο αμήν πολλές φορές με τρόπο ψυχαναγκαστικό και σίγουρα καταναγκαστικό. Στα συναισθήματα και τις ψυχές των ανθρώπων, όμως, δεν υπάρχουν κουμπιά.
Αν πιέσεις καταστάσεις για να μπει ένα τέλος σε κάτι που σε ρίχνει προτού αυτό κάνει μέσα σου τον κύκλο του, το πιθανότερο είναι να επανεμφανίζεται σαν λοίμωξη που δεν αντιμετωπίστηκε σωστά κι έγινε χρόνια. Εξοικειώσου με τα σκοτάδια σου και πολέμησέ τα εκ των έσω. Μόνο έτσι θα μπορέσεις να πεις ότι χτύπησες το «κακό» στη ρίζα του κι όχι κάνοντας πως δεν υπάρχει για να το παίξεις παλικάρι κάθε που πέφτεις προσπαθώντας αμέσως να ξανασηκωθείς.
Αν γουστάρεις να πάρεις τον χρόνο σου κατάχαμα, πάρε τον, ζήσε το στα γερά, ξάπλωσε, απόλαυσέ το, μάθε από αυτό και σήκω πάλι πιο δυνατός από ποτέ για να συνεχίσεις τον γεμάτο εμπειρίες δρόμο σου. Αν είσαι συναισθηματικά ώριμος δε θα βουλιάξεις στη θλίψη και τη μιζέρια. Θα δώσεις χρόνο κι ως φόρο τιμής σε κάτι που κατάφερε να γίνει για σένα τόσο σημαντικό, θα επιτρέψεις στη μελαγχολία σου να σου συστήσει και τα υπόλοιπα κομμάτια του εαυτού σου.
Εκείνα τα πιο τρωτά, τα πιο ευάλωτα, εκείνα που έχουν ανάγκη τελικά από κάτι ή κάποιον που δεν είναι πια εδώ, που είναι λιγότερο υπεράνω απ’ ό,τι γουστάρεις να το παίζεις στην καθημερινότητά σου εσύ και που στην τελική σε κάνουν άνθρωπο.
Μόνο όταν πάθει κανείς μαθαίνει ψηλαφίζοντας το είναι του μέσα από καθετί που μπορεί να του συμβαίνει. Ακόμη κι απ’ τη θλίψη, την απώλεια, το πέσιμο. Με το ζόρι δε γίνεται τίποτε. Κι ακόμη κι αν κάποια στιγμή καταφέρεις να λειτουργήσεις σύμφωνα με το συμπεριφοριστικό μοντέλο, πηγαίνοντας όντως κόντρα σε όσα σε ρίχνουν στο όνομα της δράσης και της ζωής, θα πρέπει πρώτα να έχεις αφεθεί να σε μάθεις σε κάθε έκφανσή σου ώστε να ξέρεις πια και πώς να σε κουμαντάρεις. Αλλιώς δε θα πετύχει κι απλώς θα καταπιέζεσαι καταπίνοντας όσα σου φταίνε λίγο πριν το επικίνδυνο μπαμ.
Για να μάθεις να κολυμπάς πρέπει πρώτα να βουτήξεις. Το ίδιο ισχύει και για τα σκοτεινά μονοπάτια της ψυχής μας. Για να μάθεις να τα διαχειρίζεσαι εσύ κι όχι εκείνα εσένα προαπαιτούμενο είναι να έχεις περάσει χρόνο μαζί τους και μέσα τους. Αν κάποια στιγμή πέσεις, λοιπόν, και νιώσεις την ανάγκη να βιώσεις συνειδητά τη θλίψη σου, ξάπλωσε κι απόλαυσέ το. Γνώρισέ την, κάνε την κτήμα σου κι έπειτα πιάσε την απ’ τα μαλλιά κι υπόταξέ τη.
Επιμέλεια Κειμένου Έλλης Πράντζου: Πωλίνα Πανέρη