Απόψε θα στα πω κι ό,τι θέλει ας γίνει. Λένε πως όσο ανοίγεσαι κι όσο αφήνεσαι απομυθοποιείσαι. Λένε πως το να δίνεις κάθε συναίσθημα και κάθε σκέψη σου στο πιάτο σε κάνει για τους άλλους δεδομένο. Λένε πολλά κι όσοι τα λένε είναι πάντα αυτοί οι άλλοι. Αυτοί στους οποίους δε βολεύτηκες και δεν ταίριαξες ποτέ ως τώρα εσύ. Αυτοί που ό,τι κι αν έλεγαν πάντα για τη φθορά των σχέσεων την ίδια στιγμή το έχτιζαν με τα ίδια τους τα χέρια κι ύστερα έπεφτε και τους πλάκωνε η κατασκευασμένη τους ρουτίνα. Γιατί όλοι πάντα κάτι έχουν να πουν για τον έρωτα που δεν κρατάει πολύ, για το πάθος που σβήνει με τη συνήθεια, για την αγάπη που καπελώνει την έλξη. Όλοι κάτι έχουν να πουν για όσα δεν έφτασαν ποτέ τους, για όσα γκρέμισαν από συμβιβασμό, για όσα άφησαν να καταπιεί η λήθη λες κι οι στιγμές που μοιραζόμαστε είναι εγγυημένο πως πάντα θα μας χαρίζονται.
Απόψε θα στα πω γιατί εσύ δεν είσαι από αυτούς τους άλλους. Θα σου μιλήσω για την ανατροπή που έφερες σε κάθε πιθανό στερεότυπο της εξέλιξης των ερώτων. Θα σου πω ότι είναι γαμάτο που ακόμη με κοιτάς κι εγώ τρέμω ολόκληρη από τη λαχτάρα μου να αισθανθώ παντού το άγγιγμά σου. Θα σου πω πως αυτό, το δικό σου άγγιγμα, δεν έχει χάσει ούτε δράμι έντασης από εκείνη την ακαταμάχητη ηδονή της αρχής μας. Θα σου πω πως είναι ακόμη πιο γαμάτο το ότι δε χρειάζεται να με αγγίξεις καν για να νιώσω τις συσπάσεις της αναμονής στο σώμα μου καθώς θα σε κοιτάζω ή θα σε φαντασιώνομαι και θα ερεθίζομαι όλο και πιο πολύ. Και θα στα πω όλα αυτά επειδή ακριβώς δεν είναι τίποτε δεδομένο τόσον καιρό μετά.
Μάλλον θα έλεγα πως είναι το αντίθετο του δεδομένου το να φαντασιώνεται κανείς τον σύντροφο ή τη σύντροφό του σαν να μην πέρασε μια μέρα από τότε που ο έρωτάς τους αντί για ώριμος και γαλήνιος ήταν και για τους δυο μοιραία ανάγκη. Στο μυαλό δεν μπορεί κανείς να εισχωρήσει. Ακόμη κι ο άνθρωπός μας δεν μπορεί να ξέρει ποιος ή ποια θα ήταν πιθανό να τρυπώσει εκεί μέσα ως φαντασίωση έστω και σε πλαίσια αθώα για να εμπλουτίσει τις στιγμές που δεν είμαστε μαζί. Εγώ όμως ξέρω πως το «σε θέλω» που ακόμη ακούς να σου ψιθυρίζω ή να σου φωνάζω είναι εξίσου αληθινό κι ασυγκράτητο όπως εκείνο που σου ψιθύριζα στο αφτί την πρώτη φορά που η αντοχή μου γονάτισε μπροστά σου και σε κόλλησα στον τοίχο.
Κι είμαι σίγουρη πως δεν παραμυθιάζω ούτε εσένα ούτε τον εαυτό μου ακριβώς επειδή ακόμη κι οι πιο κρυφές κι απρόσκλητες σκέψεις ή φαντασιώσεις μου, αυτές που κανείς δεν μπορεί να ελέγξει, έχουν ακόμη τη δική σου μορφή. Το πρόσωπό σου σκέφτομαι ακόμη όταν λείπεις, τις εκφράσεις σου όταν δίνεσαι ολοκληρωτικά στις πιο προσωπικές στιγμές μας, το δικό σου κορμί πρωταγωνιστεί στις πιο άγριες εικόνες που φτιάχνει το μυαλό μου, το δικό σου άρωμα ανατριχιάζει ακόμη κάθε πιθαμή του δικού μου κορμιού, τα δικά σου χάδια αναζητάω ανυπομονώντας ν’ ανοίξει η πόρτα και να μπεις μέσα εσύ για να τα κάνουμε επιτέλους όλα πράξη.
Είναι ένα είδος κολασμένης ευλογίας ο αχαλίνωτος αυτός πόθος μεταξύ δυο ανθρώπων που πλέον μοιράζονται κι άλλα τόσα συναισθήματα. Συναισθήματα μεγαλειώδη αλλά κι επίφοβα. Συναισθήματα όπως το δέσιμο της αγάπης, η οικειότητα κι η τρυφερότητα που για τους πολλούς είναι αδύνατο να συμπορευτούν με το πάθος. Το δικό μας πάθος όμως παρέμεινε άσβεστο και τόσο καθοριστικό που δε χρειάζεται καν υποβοηθήματα για να φουντώσει. Τόσο καθοριστικό που δεν ηρεμεί ποτέ ούτε χρειάζεται υποκατάστατα για ποικιλία. Τόσο καθοριστικό που συνεχίζει να έχει στόχο εμάς ακόμη και μέσα στις πιο μύχιες σκέψεις μας. Εκεί όπου θα μπορούσαμε να δίνουμε πότε πότε σε άλλους τον πρωταγωνιστικό ρόλο αφού ποτέ κανείς δε θα το μάθαινε, κανείς δεν είναι ικανός να φιλτράρει το μυαλό και το υποσυνείδητό μας.
Γι’ αυτό στο παραδέχομαι που τόσα χρόνια μετά παραμένεις ο κατακτητής του δικού μου υποσυνείδητου. Είναι, ξέρεις, σχετικά εύκολο να πετύχεις ανθρώπους να σου αρέσουν εμφανισιακά κι αυτό θα μπορούσε να σε ιντριγκάρει σε συνδυασμό με την αναστάτωση που φέρνει το άγνωστο κι έτσι να τους συμπεριλαμβάνεις στις πιο μοναχικές σου στιγμές. Εμένα όμως με τρελαίνει όταν εκεί που κάθομαι χαλαρά στον καναπέ μου κάνοντας πράγματα αδιάφορα ξαφνικά αναστατώνομαι μόνο και μόνο επειδή σκέφτηκα εσένα μ’ εκείνο το πουκάμισο που πάντα με εξαγρίωνε πάνω σου. Με τρελαίνει που ενώ σε έχω δει αμέτρητες φορές να το φοράς μου ανάβει ακόμη το κόκκινο φως σαν να είναι άλλη μια πρωτόγνωρη εμπειρία. Με τρελαίνει που δε χρειάζεται τίποτε περισσότερο και κανένας άλλος για να με κάνει να καίω ολόκληρη ενώ εσύ δεν είσαι τριγύρω, κι αυτό με βασανίζει περισσότερο. Με τρελαίνει που καταλήγω να στέλνω μήνυμα σε σένα για να σε αναστατώσω ενώ είσαι στη δουλειά λέγοντάς σου όλα όσα σκέφτομαι να σου κάνω όταν επιστρέψεις. Με τρελαίνει όμως που κι εσύ κάνεις το ίδιο με μένα γιατί τίποτε δε λειτουργεί μονόπλευρα όσο παθιασμένο κι αν είναι.
Απόψε θα στο πω, λοιπόν, κι ας εκθέτω όλα μου τα χαρτιά στη διάθεσή σου. Είσαι ακόμη η πιο τρελή μου σκέψη κι ας έχω καταφέρει να σε κάνω πράξη αμέτρητες φορές. Πάντα εσένα σκέφτομαι κι ας ξέρω ότι είσαι μαζί μου. Πάντα εσύ είσαι ο στόχος κι η αιτία της πιο ακραίας μου λαχτάρας, πάντα εσύ είσαι το πάθος κι ο πιο τρελός μου πόθος, ακόμη κι όταν δεν το ξέρεις καν. Ίσως όμως να μη σου τα έλεγα τόσο εύκολα τελικά αν δεν ήξερα ότι το ίδιο ισχύει και για σένα.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου