Οι άνθρωποι, λένε, δεν είναι φτιαγμένοι για μόνοι. Εκεί έξω ίσως υπάρχουν αρκετοί μοναχικοί τύποι οι οποίοι απολαμβάνουν περισσότερο από άλλους τον προσωπικό τους χρόνο και χώρο ωστόσο αυτό δε σημαίνει πως προτιμούν την καθαρόαιμη μοναξιά. Η συνειδητή μοναχικότητα είναι κάτι τελείως διαφορετικό από τη βάναυση μοναξιά που τελικά μάλλον κανείς δεν επιλέγει. Οι στιγμές που περάσαμε στη ζωή μας νιώθοντας μόνοι ήταν ίσως από τις πιο απάλευτες και κλειστοφοβικές. Από εκείνες που σε οδηγούν άνετα σε κρίσεις πανικού και κατά τις οποίες η ματαιότητα μέσα στο κεφάλι σου ωρύεται νιώθοντας πως κανείς δεν την ακούει.
Υπάρχουν πολλοί λόγοι για τους οποίους μπορεί κάποιος να νιώσει μόνος. Αρκετές φορές είναι παραπλανητικοί κι έχουν ως βάση τους δικά μας ψυχολογικά άλυτα θέματα που μας απομονώνουν καθώς αρνούμαστε να τα παραδεχτούμε ακόμα και στους ίδιους μας τους εαυτούς. Το αίσθημα της μοναξιάς συνήθως μεγαλώνει όταν προσπαθώντας να καλύψουμε συναισθηματικά κενά μέσα μας αποτυγχάνουμε νιώθοντας έτσι ανεπαρκείς και ξεκρέμαστοι, αφού δε γίνεται να γαντζωνόμαστε μονίμως σε άλλους.
Μία από τις πιο δύσκολες φάσεις στη ζωή ενός ανθρώπου είναι ο χωρισμός έπειτα από μια καθοριστική σχέση. Όσο ανεξάρτητη προσωπικότητα κι αν είσαι μόλις αισθανθείς πως βρήκες τον άνθρωπό σου, είτε αυτό ισχύει είτε όχι, αυθόρμητα θα επενδύσεις σ’ εκείνον συναισθηματικά μέχρι να αγγίξεις τα προσωπικά όριά σου, ίσως και να τα ξεπεράσεις. Όταν κάποιος έχει καταφέρει να σε φτάσει σε σημείο να σκέφτεσαι πλέον τη ζωή σου μαζί του, ακόμη κι αν αυτό δεν είσαι σίγουρο πως θα συμβεί, σημαίνει πως ένα κομμάτι σου έχει πια συνδεθεί άρρηκτα με τη δική του παρουσία, τη δική του σημαντική συμμετοχή στην καθημερινότητά και την ψυχολογία σου.
Χωρίς αυτό να σημαίνει πως όταν ερωτεύεσαι άγεσαι και φέρεσαι στα χέρια ενός άλλου ατόμου σαν άβουλο πλάσμα, παρόλα αυτά η διάθεσή σου είναι δεδομένο πως επηρεάζεται άμεσα από τη σχέση σας κι απ’ τη δική του ψυχολογική κατάσταση. Επειδή τον θέλεις, επειδή ενδιαφέρεσαι, επειδή σε «καίει» ή τον αγαπάς. Με αυτό το ξεχωριστό για σένα άτομο μοιράζεσαι στιγμές ανεπανάληπτες, φτιαγμένες από εσάς μόνο για εσάς.
Αισθάνεσαι πως αυτός ο άνθρωπος σε εμπνέει, αποτελεί το κίνητρό σου σε πολλά ζητήματα στα οποία μέχρι χτες υπήρξες αναβλητικός, είναι η αγκαλιά που αποζητάς μετά από μια ζόρικη μέρα, το καταφύγιο για να κουρνιάζεις τις νύχτες πριν σε πάρει ο ύπνος. Είναι όμως και το πάθος σου, εκείνος που καθώς τον κοιτάς η λαχτάρα σου σε κάνει κατευθείαν ασυγκράτητο έφηβο, είναι το άτομο για το οποίο ακόμη αναψοκοκκινίζεις στη σκέψη και μόνο του κορμιού του που για σένα παραμένει πάντα τέλειο. Είναι τα μοναδικά μάτια που ακόμη σε ξεσηκώνουν μετά από καιρό και μέσα σ’ όλα αυτά έγινε κι ο φίλος που σε ξέρει περισσότερο απ’ τον καθένα γιατί διεκδίκησε και του επέτρεψες να σε ζει όσο κανείς.
Τι γίνεται, λοιπόν, όταν με αυτόν τον άνθρωπο χωρίζεις; Πώς αντιμετωπίζεις το ξερίζωμα των πάντων από μέσα σου, το άδειασμα της ύπαρξής σου απ’ το μαζί στο χώρια, την πανικόβλητη απουσία που σου κόβει την ανάσα; Πώς να μη γίνει η μοναξιά τέρας έτοιμο να σε καταπιεί ανά πάσα στιγμή; Τότε είναι που το γκρέμισμα σε κάνει να νιώθεις πιο μόνος από ποτέ αφού κάθε σπιθαμή του μυαλού σου και του κόσμου γύρω σου πρέπει να ξαναμάθει από την αρχή πώς είναι να ζει χωρίς εκείνο το άτομο που για σένα ήταν το άλλο σου ολόκληρο.
Κι αν δεν είμαστε μισά, θα ρωτήσει κάποιος, τότε γιατί αισθανόμαστε τόσο μισοί έπειτα από έναν τέτοιο χωρισμό; Φαίνεται, βλέπεις, πως ακόμη κι όταν ενώνονται δυο ολόκληρα πάλι ένα ολόκληρο φτιάχνουν. Κι αυτό γιατί δεν ενώνονται σαν παζλ αλλά σαν τις τέμπερες που μέσα από δυο ολοκληρωμένα χρώματα δημιουργούν ένα επίσης ολοκληρωμένο τρίτο χρώμα. Πώς να διαχωριστεί, λοιπόν, το μοβ για να ξαναγίνει μπλε και κόκκινο χωρίς να πονέσει;
Η μοναξιά γιγαντώνεται απέναντι στη σύγκριση του «χωρίς» με το «με». Γιγαντώνεται όταν νιώθεις πια παιδί που καλείται να αποστηθίσει τη ζωή σαν γνώση που προσπαθούν να του παραχώσουν μέσα στο κεφάλι σ’ ένα αδιάφορα χτισμένο σχολείο. Καλείσαι να αντιμετωπίσεις ξανά πρώτα βήματα απέναντι σε άπειρα πράγματα, μόνος. Μαθαίνεις να περπατάς μόνος στα μέρη που περπατούσατε χέρι χέρι. Μαθαίνεις να ξυπνάς μόνος στο κρεβάτι που κρατούσατε ο ένας τον άλλον αγκαλιά. Μαθαίνεις να τρως μόνος στο τραπέζι που καθόσασταν μαζί και χαζολογούσατε λέγοντας ευτράπελα της μέρας σας ή σχολιάζοντας τη σειρά που κάνατε ότι βλέπατε καθώς μοιραζόσασταν το φαγητό. Μαθαίνεις να μην του λες καλημέρα ή καληνύχτα κι όταν κοιτάς στον καθρέφτη τον εαυτό σου το πρωί προσπαθείς να τον ξαναμάθεις από την αρχή, χωρίς να ακούς από κανέναν το ενθαρρυντικό «εγώ είμαι εδώ».
Προσπαθείς να μάθεις ξανά πώς είναι να σε νοιάζουν κι άλλων ανθρώπων τα χαμόγελα τη στιγμή που το δικό σου αρνείται να εμφανιστεί όσο εσύ σκέφτεσαι ακόμη το ένα και μοναδικό εκείνο χαμόγελο. Μαθαίνεις ξανά πως είναι να κοιτάζεις απλώς διάφορα αδιάφορα μάτια χωρίς να χάνεσαι μέσα τους, πώς είναι να μη σε καταβάλει η λύπη όταν σου λείπει, πώς είναι να κάνεις σχέδια για έναν κι όχι για δυο. Κι αν ακόμη δεν είσαι όντως μόνος δυστυχώς όσο αχάριστο κι αν ακούγεται, μετά από έναν τέτοιο χωρισμό θα νιώθεις πιο μόνος από ποτέ. Κι όλα αυτά τα μαθαίνεις έχοντας διάχυτη την αίσθηση πως δε θα ξανανιώσεις ούτε θα ξαναζήσεις κάτι παρόμοιο με κανέναν πια.
Δεν ξέρω πόσο κρατάει η περίοδος αναπροσαρμογής για τον καθένα. Αυτού του είδους η μοναξιά όμως είναι από εκείνες που δεν παλεύονται. Γιατί ακόμη κι αν δεν μπορεί να συγκριθεί με την απόλυτη και πραγματική, είναι εκείνη που με τον τρόπο της σε κατασπαράζει. Κι αυτό γιατί απαιτεί από εσένα να ξεριζώσεις όντως όλα εκείνα τα κομμάτια μέσα σου που είχες συνδέσει με ό,τι πιο πολύ αγάπησες.
Αυτό, λοιπόν, φίλε μου, πραγματικά πονάει.
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.