Ο όρος «σκοποφιλία» έχει χρησιμοποιηθεί σε πολλές επιστήμες με παρόμοιο τρόπο. Πρόκειται, θα μπορούσαμε να πούμε, για την ευχαρίστηση που αντλεί κάποιος μέσω του ελέγχου του βλέμματος ή πιο απλά κοιτώντας και παρακολουθώντας κάτι. Τη συναντάμε στην ψυχολογία, στον κινηματογράφο, στη φωτογραφία και πλέον φυσικά στο διαδίκτυο που συμπεριλαμβάνει τα πάντα. Αν την ερμηνεύσουμε πιο ελεύθερα θα μπορούσε να συνδεθεί με την ηδονοβλεψία μιας και προσφέρει ένα είδος ηδονής ανεξάρτητα απ’ το αν κάποιος παρακολουθεί οτιδήποτε ερωτικού περιεχομένου ή όχι. Μιας ηδονής άλλοτε μαζοχιστικής, άλλοτε σαδιστικής κι άλλοτε συνδυαστικής των δύο αναλόγως το αντικείμενό της.
Η σκοποφιλία συγκεκριμένα στο διαδίκτυο πλέον είναι ευρέως διαδεδομένη αφού λίγο-πολύ και για πολλούς λόγους οι περισσότεροι από εμάς, όχι όλοι σε παθολογικό μεν βαθμό, αλλά συχνά τείνουμε να παρακολουθούμε τις ζωές των άλλων. Κάτι στο οποίο μας διευκολύνουν προφανώς και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Άλλοι από βαρεμάρα, άλλοι από περιέργεια, άλλοι για να νιώσουν πως είναι μέσα στα πράγματα, άλλοι λόγω ερωτικής εμμονής –κοινώς καψούρας–, άλλοι θέλοντας να συγκρίνουν ενδόμυχα τους εαυτούς τους και τη ζωή τους με όσα κάνουν γνωστοί κι άγνωστοι, άλλοι για να παραμυθιαστούν ότι έχουν μάθει το αντικείμενο του πόθου τους μέσω όλων όσων ανεβάζει στο εκάστοτε προφίλ του, άλλοι από φετίχ. Ο λόγος ίσως μικρή σημασία έχει, όμως, το αποτέλεσμα είναι περίπου το ίδιο. Ο ένας παρακολουθεί τη ζωή του άλλου αντλώντας μια παράξενη ευχαρίστηση μέσα από αυτό.
Μιλάω για εκείνες τις φορές που μοιάζει ο χρόνος να έχει σχεδόν παγώσει, αφού είναι μια απ’ τις μέρες που δεν έχεις τίποτε να κάνεις ή έστω δεν έχεις όρεξη να κάνεις το οτιδήποτε κι απλώς στέκεσαι αποσβολωμένος μπροστά στην οθόνη ανεβοκατεβάζοντας τον κέρσορα δίχως σκοπό. Και κάπου εκεί σου έρχεται η φαεινή ιδέα να στοκάρεις κάποιου ή κάποιων το προφίλ. Ανατρέχεις σε νέα και παλιά ποστς, παρατηρείς μία-μία τις φωτογραφίες του –ακόμη κι εκείνες που ο ίδιος έχει πια ξεχάσει ότι υπάρχουν και που αν τις θυμόταν σίγουρα θα τις κατέβαζε ή θα τις έκανε πριβέ–, παίζεις το παιχνίδι βρείτε τις διαφορές έχοντας πάει χρόνια πίσω με στο σκρολ ντάουν και πάει λέγοντας.
Είναι κι εκείνες οι άλλες περιπτώσεις όπου πέφτεις πάνω σε μια φωτογραφία ενός παλιού συμμαθητή ή μιας παλιάς συμμαθήτριας, τους βλέπεις παντρεμένους με παιδιά, σκυλιά, γατιά και συμπεθέρια κι αρχίζεις το ψάξιμο στο προφίλ –συνήθως επίσης από βαρεμάρα–, μπας και μάθεις κάτι για το χρονικό του τόσο ξένου, κατά τα άλλα, σ’ εσένα γεγονότος. Κι ή που νιώθεις πιπίνι επειδή εσύ δεν το ‘χεις με τους γάμους και τα συμπεθεριά ή που νιώθεις κωλόγερος, μιας και σχεδόν όλοι οι συνομήλικοι σου έχουν γίνει πλέον οικογενειάρχες με τη βούλα.
Ή μήπως δεν έχεις πάρει ποτέ σβάρνα το προφίλ και τις φωτογραφίες εκείνης της αιθέριας ανεξαρτήτως φύλου ύπαρξης για να χαζέψεις τα κέφια που είχε ο Θεός, το σύμπαν, η φύση ή απλώς οι γονείς της όταν την έφτιαχναν; Ελπίζοντας απ’ τη μία να καταφέρεις να πιαστείς από κάτι μπας και πιάσεις και συζήτηση ή αν δεν τα καταφέρεις να αρκεστείς ως άλλος ηδονοβλεψίας στο οφθαλμόλουτρο γι’ ακόμη μια φορά.
Κι έρχονται κι εκείνες οι μέρες που αναρωτιέσαι απλώς «τι να κάνουν, άραγε, ο τάδε κι η δείνα;» είτε επειδή έχεις καιρό να τους δεις είτε επειδή έφαγες μια ανεξήγητη φλασιά και τους θυμήθηκες με ή χωρίς αφορμή. Μπαίνεις, λοιπόν, στα προφίλ τους και βλέπεις πόσο καλά περνάνε, πού πήγαν διακοπές το καλοκαίρι, με ποιους συνεχίζουν να κάνουν παρέα, αν τα έχουν φτιάξει με κανέναν και πάει λέγοντας. Άσε κι εκείνες τις περιπτώσεις που απλώς θες να μαζοχιστείς με όσους ηλιθιωδώς θεωρείς ότι περνάνε πολύ καλύτερα από σένα λόγω όσων ανεβάζουν κι απλώς παρακολουθείς τα προφίλ τους θέλοντας να κλάψεις σε εμβρυακή στάση στη γωνία, λες και βλέπεις όλη σου τη ζωή να περνάει άσκοπα μπροστά απ’ τα μάτια σου.
Βέβαια, είναι κι αυτές οι φορές που απλώς τσεκάρεις κάποιον να δεις αν έκανε το λάθος να ανεβάσει κάτι ή αν έκανε κάποιο τσεκ ιν το οποίο θα τον κάρφωνε για το πού ήταν χτες το βράδυ. Έμεινε, όντως, σπίτι μόνος όπως σου είπε όταν τον κάλεσες να βγείτε ή παίζει κάποια ίντριγκα από πίσω την οποία εσύ σαφώς και θα ανακαλύψεις παρακολουθώντας το προφίλ του;
Τελευταία απ’ τις πολύ προφανείς περιπτώσεις σκοποφιλίας που μου ήρθαν στο μυαλό είναι φυσικά το stalking της καψούρας σε πρώην ή ανεκπλήρωτα απωθημένα. Αυτό είναι και το εξονυχιστικότερο όλων φυσικά, αφού γίνεται σε καθημερινή βάση με απίστευτη παρατηρητικότητα, τεράστια μαζοχιστική δόση παράνοιας, εμμονική συνέπεια κι επιμονή στην παραμικρή λεπτομέρεια. Μαθαίνεις πράγματα για τον άλλον που ούτε ο ίδιος δεν ξέρει για τον εαυτό του είτε επειδή η φαντασία σου ξεπερνά την πραγματικότητά του και συνήθως καλπάζει με βάση τα ποστ του είτε επειδή άλλα βλέπεις, άλλα καταλαβαίνεις κι άλλα ισχύουν. Μαθαίνεις βέβαια και πολλά που ισχύουν για εκείνον ή εκείνη κι είτε τα εκμεταλλεύεσαι είτε συνεχίζεις να μαζοχίζεσαι εγκλωβισμένος στον φαύλο κύκλο της αρρωστημένης αυτής παρακολούθησης.
Δίνει και παίρνει η σκοποφιλία μέσω internet τελικά κι είναι ίσως ο πιο εύκολος, αλλά κι επισφαλής τρόπος παρακολούθησης –εντός ή εκτός εισαγωγικών– σε ό,τι αφορά τις ζωές των άλλων. Βγάζουμε συμπεράσματα μέσα από διάφορα posts, εκφράζουμε απόψεις και κρίνουμε αβέρτα δημοσίως ξένες συνήθειες και κάπως έτσι, αν όλο αυτό ξεφύγει από τον έλεγχό μας, καταλήγουμε προϊόντα προς μαζική κατανάλωση εξυπηρετώντας κάποιου τον ελεύθερο χρόνο μέσα από ένα αέναο κι ενίοτε άνευ λόγου scroll down.
Προφανώς, όλα τα νομίσματα έχουν δύο όψεις και τα περισσότερα πράγματα έχουν τις χρήσιμες και τις άχρηστες ή επικίνδυνες πλευρές τους. Οι πιο πολλές καταστάσεις, όμως, σε κάτι τέτοιες περιπτώσεις είναι θέμα κρίσης κι αντίληψης τελικά κι αν αυτές υπάρχουν, τα πάντα σχεδόν θα μπορούσαν να είναι επιτρεπτά ή έστω δικαιολογημένα ως έναν βαθμό. Και προφανώς, δε μιλάμε εδώ για καταστάσεις αρρωστημένες γιατί θα επρόκειτο για ένα εντελώς διαφορετικό κεφάλαιο. Ας περιοριστούμε σε πιο καθημερινά πράγματα από εκείνα που –κακά τα ψέματα– με διάφορους τρόπους όλοι έχουμε κάνει.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη