Φιλία. Μία λέξη χιλιάδες συναισθήματα. Οι περισσότεροι άνθρωποι θεωρούν τη φιλία κάτι ιερό που τοποθετείται πάνω από όλες τις ανθρώπινες σχέσεις, ίσως κι από την ίδια την οικογένεια καμιά φορά μιας και συγγενείς δε διαλέγουμε, απλώς συνήθως τους αγαπάμε όπως και να ‘χει. Παρ’ όλα αυτά όσο μεγαλειώδης κατάσταση κι αν είναι όταν πρόκειται για αληθινή φιλία, δεν παύει να είναι επίσης και πολύπλοκη με τον τρόπο της όπως όλες οι ανθρώπινες σχέσεις, όπως εμείς οι ίδιοι.
Όσο κι αν αισθανόμαστε πως οι φίλοι μας αποτελούν κομμάτι του εαυτού μας, όση ταύτιση κι αν βιώνουμε μαζί τους εφόσον αποτελούν δικές μας επιλογές, όσο κι αν πιστεύουμε πως δεν υπάρχουν άλλοι άνθρωποι που να μας ξέρουν και να τους ξέρουμε τόσο καλά πάντα θα ελλοχεύουν πτυχές καλά κρυμμένες τόσο μέσα μας όσο και σ’ εκείνους που δε θα έχουμε καταφέρει να προσεγγίσουμε, κι αυτό είναι υγιές. Κανένας άνθρωπος δεν είναι πλήρως ανοιχτός ούτε ακόμη και μπροστά στον ίδιο του τον εαυτό. Καθημερινά μας γνωρίζουμε λίγο παραπάνω μέσα από νέα ερεθίσματα και βιώματα, μέσα από πρωτόγνωρες εμπειρίες.
Με τα φιλαράκια μας μάς δένει μια άλλου είδους οικειότητα. Μας δένουν αναμνήσεις, ξενύχτια, καφρίλες, γέλια, κλάματα, τσακωμοί, επανασυνδέσεις, φάρσες, παρεξηγήσεις, ευτράπελα, ακραία συναισθήματα κάθε είδους, ξεφτιλίκια, καψούρες, προδοσίες, ζόρια κι ο κατάλογος περιέχει ακόμη πολλά. Παρ’ όλα αυτά το ότι μοιραζόμαστε μαζί τους τις πιο σημαντικές στιγμές μας, το ότι μόνο μπροστά τους νιώθουμε ότι μπορούμε μέχρι και να εξευτελιστούμε χωρίς να μας κατακρίνουν, το ότι εμπνέουμε ο ένας στον άλλον τους πιο αυθεντικούς εαυτούς μας δε σημαίνει αυτομάτως πως ξέρουμε τα πάντα γι’ αυτούς κι εκείνοι για εμάς λες κι έχουμε πραγματοποιήσει την απόλυτη ανταλλαγή εγκεφάλων.
Όσα κι αν έχουμε περάσει μαζί τους μένουν ακόμη άλλα τόσα να ζήσουμε. Κι αυτά τα άλλα τόσα μπορεί να μη μοιάζουν σε τίποτε με τα μέχρι σήμερα κοινά μας βιώματα. Μπορεί με τις διάφορες αλλαγές στις ζωές μας να εμφανιστούν νέες πτυχές τους που κανείς δεν είχε χρειαστεί να γνωρίσει μέχρι μια τέτοια τη στιγμή. Ίσως ούτε καν οι ίδιοι. Φιλίες οι οποίες δοκιμάζονται μέσα στα χρόνια περιλαμβάνουν κι αυτού του είδους τις μεταβάσεις καθώς τόσο οι εμπειρίες μας όσο κι οι ηλικίες μας συνήθως αλλάζουν κάποιες σταθερές μας. Τέτοιες παρέες που αντέχουν και σέβονται τις διαφορετικότητες και την πλαστικότητα των χαρακτήρων που τις απαρτίζουν είναι κατά την άποψή μου κι οι πιο αληθινές, λοιπόν.
Μπερδεύοντας την ακραία οικειότητα με την απόλυτη γνώση του άλλου πολλοί άνθρωποι κάνουν το λάθος αντί να αποζητούν τον φίλο όπως ακριβώς είναι, αντί να σέβονται τις μεταπτώσεις και τις μεταβάσεις του καθώς η ζωή κυλάει, τελικά να τον πατρονάρουν. Πιστεύοντας πως τον ξέρουν τόσο καλά όσο κανείς και προσδοκώντας πάντα από αυτόν να εκπληρώνει στο έπακρο και χωρίς αποκλίσεις όσα έχουν συνηθίσει μέχρι σήμερα, παγιδεύουν την προσωπικότητά του σε ένα άκαμπτο πλαίσιο που δεν επιδέχεται διαφοροποιήσεις. Δεν είναι λίγες οι φορές όμως που με τον τρόπο αυτόν εγκλωβίζουν τον ίδιο τους τον αγαπημένο φίλο σε έναν φαύλο κύκλο αυτοεκπληρούμενων προφητειών που όταν αποτυγχάνει να επιβεβαιώσει νιώθει ένοχος ή ότι κάτι δεν πάει καλά.
Ως φίλοι όντως συνηθίζουμε να θεωρούμε πως δε γίνεται να υπάρξει άλλος άνθρωπος τόσο κοντά στον φίλο μας όσο εμείς. Κανείς δεν τον γνωρίζει όσο εμείς, κανείς δεν τον έχει δει όπως εμείς, σε κανέναν δεν έχει πει όσα έχει εκμυστηρευτεί σε εμάς και πάει λέγοντας. Ως έναν βαθμό οι εντυπώσεις μας ισχύουν όμως έχοντας τόση ανάγκη αυτούς τους ισχυρούς δεσμούς ξεχνάμε κάτι πολύ σημαντικό: πώς οι άνθρωποι δεν είμαστε ρομπότ προγραμματισμένα να αντιδρούμε με τον ίδιο τρόπο σε κάθε έκφανση της καθημερινότητάς μας και της ζωής μας γενικότερα. Είμαστε κόσμοι ολόκληροι, σύμπαντα μέσα στο σύμπαν. Πώς μπορούμε, λοιπόν, να απαιτούμε την απόλυτη συνέπεια συμπεριφοράς, συναισθημάτων, προσωπικότητας, αντιλήψεων, αντιδράσεων από κάτι τόσο περίπλοκο και χαώδες όπως ο άνθρωπος, ακόμη κι αν αυτός είναι ο φίλος μας.
Οι αληθινές φιλίες, λοιπόν, για να είναι αληθινές θα ήταν καλό να διαθέτουν χώρο και για τις αποκλίσεις, τις αλλαγές, τις αποκαλύψεις, τις μεταβάσεις, τις εκπλήξεις. Η φιλία δεν είναι φυλακή. Εφόσον οι περισσότεροι την έχουν ψηλότερα από καθετί άλλο αυτό θα έπρεπε να την καθιστά απελευθέρωση. Αν έχουμε τον φίλο μας τετραγωνισμένο στο μυαλό μας μέσα σε ένα συγκεκριμένο μοτίβο που πλάσαμε για εκείνον σύμφωνα με τα όσα μέχρι τώρα μοιραστήκαμε και κολλημένοι σε αυτό αρνούμαστε να πιστέψουμε και να δεχτούμε όλα όσα ακόμη κρύβει μέσα του δεν είμαστε φίλοι. Αν πιστεύουμε πως ξέρουμε τα πάντα για εκείνον και πως δεν υπάρχει τίποτε άλλο να μάθουμε, αν έχουμε μετατρέψει τα συναισθήματά του σε μονοπώλιο και κάθε νέα γνωριμία του για εμάς είναι ανταγωνιστική, δεν είμαστε φίλοι. Αν δεν μπορούμε να του δώσουμε τον χώρο και τον χρόνο που ο ίδιος του ο εαυτός μπορεί να χρειάζεται πού και πού, αν δεν μπορούμε να δεχτούμε άλλες σχέσεις στη ζωή του θεωρώντας πως πάντα πρέπει να κατέχουμε την καρδιά του απόλυτα λες κι είναι θρόνος όπου θρονιαστήκαμε σαν να μας ανήκει τότε, όχι, δεν είμαστε φίλοι.
Ο φίλος δεν είναι έπαθλο, δεν είναι απόκτημα, δεν είναι λάστιχο και πλαστελίνη να του δίνουμε ό,τι σχήμα θέλουμε, δεν είναι κτήμα μας για να ισχυριζόμαστε ότι ξέρουμε κάθε σπιθαμή του. Το ότι μπορεί να γνωρίζουμε για εκείνον πολύ περισσότερα από άλλους δε σημαίνει πως τα έχουμε μάθει όλα. Το ότι μας μιλάει για άπειρα πράγματα δε σημαίνει πως εμείς τα έχουμε απαραιτήτως αξιολογήσει ή ερμηνεύσει όλα σωστά. Το ότι τον έχουμε καταλάβει σε πολλά δε σημαίνει πως τον κατανοήσαμε στα πάντα, το ότι είμαστε πιο κοντά του από τους άλλους δε σημαίνει πως το μυαλό του μας ανήκει, το ότι μας εμπιστεύεται και τον εμπιστευόμαστε δε σημαίνει ότι δε θα υπάρξουν κακές στιγμές μεταξύ μας.
Η φιλία δεν αναιρεί την ανθρώπινη υπόσταση. Οι άνθρωποι εξελίσσονται, μεταβάλλονται, μαθαίνουν, αναθεωρούν, σκοντάφτουν, ξανασηκώνονται και διαρκώς κινούνται. Ή δεχόμαστε το όλον κάποιου και τη διαμόρφωσή του, λοιπόν, χωρίς πατροναρίσματα ή δεχόμαστε τουλάχιστον πως για όσες πτυχές του δεν ξέρουμε θα έχουμε τα κότσια να παραδεχτούμε αν χρειαστεί ότι δε μας ταιριάζουν όταν έρθει η ώρα κι εμφανιστούν ώστε να αποφασίσουμε ξεκάθαροι πια αν θα θέλαμε να συνεχίσουμε μ’ εκείνον και το άπειρό του δίπλα στο δικό μας ή όχι.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου